charitosm Μάρκος Χαρίτος

theory, fine arts, decoration, cinema, poetry, history

Η διπλή Ελληνική άρχουσα τάξη, η δικέφαλη οικονομία, το υποδείγματα κυριαρχίας & ο κ. Michael Bernegger

Πορτολάνος χάρτης του 1489 του Albino Canepa

Πορτολάνος χάρτης του 1489 του Albino Canepa

Του Μάρκου Χαρίτου

Η διπλή Ελληνική άρχουσα τάξη, η δικέφαλη οικονομία, το υποδείγματα κυριαρχίας & ο κ. Michael Bernegger

«Το τρίτο επίπεδο ανάπτυξης τους καπιταλισμού στην Ευρώπη, το οποίο περιλαμβάνει τις χώρες του πρώην «σοσιαλιστικού» κόσμου (Σοβιετικού πρότυπου) και την Ελλάδα, δεν αποτελεί έδρα γενικευμένων μονοπωλίων που ανήκουν στις εθνικές τους κοινωνίες (οι Έλληνες εφοπλιστές είναι ίσως η εξαίρεση, αν και η ταυτότητα τους ως Έλληνες είναι άκρως αμφίβολη). Samir Amin.[1]

Αυτή είναι η αποτίμηση – από ένα κλασσικό οικονομολόγο «της σχολής της εξάρτησης» – των δύο επάλληλων ελληνικών οικονομιών, της μίας που αφορά το διαρκώς εγκλωβισμένο στην γεωπολιτική συγκυρία Ελλαδικό κράτος και της άλλης που αφορά την μεγάλη θαλάσσια οικονομία που βρίσκεται εδώ και σχεδόν μισό αιώνα στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης, ενώ είναι άφαντη από τις στατιστικές που εκμετρούν το Ελληνικό ΑΕΠ. Σύμφωνα δε με τον Σαμίρ Αμίν η θαλάσσια οικονομία της Ελλάδος κατατάσσεται στα «γενικευμένα μονοπώλια» που χαρακτηρίζουν τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, του παραδοσιακού καπιταλιστικού πυρήνα.

Αντικρίζοντας αυτή την ιδιαιτερότητα προκύπτει το ερώτημα: κινούνται οι μηχανισμοί της ελληνικής οικονομίας μέσα στο πλαίσιο της κανονικότητας των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών; ή μήπως διάφορες ιδιαιτερότητες επιβάλουν την αναζήτηση δομικών διαφορών και επιβάλουν την υιοθέτηση εξειδικευμένων θεωρητικών παραδοχών και μεθοδολογικών εργαλείων;

Τα ερωτήματα αυτά αναφύονται κατά την διάρκεια της προσπάθειας να προσδιορισθεί – για τα Ελληνικά πράγματα – ποιοι εν τέλει ασκούν κυριαρχία και ποιοι οι στόχοι τους;[2]

Άλλο τόσο ερωτήματα ανακύπτουν από τις δυσκολίες στην εισαγωγή και χρήση μεθοδολογικών εργαλείων και ορολογιών που αναλύουν και εξεικονίζουν την λειτουργία της δυτικής πραγματικότητας, ενώ αντίθετα στα καθ’ ημάς περισσότερο συσκοτίζουν παρά διαφωτίζουν την ουσία και την υφή της εξαρτημένης φύσης του Ελληνικού κράτους της Ελλάδος[3], όσο και της οικονομίας του.

Η οικονομία και κοινωνία του Ελληνικού κράτους, χαρακτηρίζεται εγγενώς από έναν διφυή χαρακτήρα, μια ιδιαιτερότητα που δεν συναντάτε στο παράδειγμα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών: από την μία μεριά υφίσταται μία οικονομία που αντιστοιχεί στα όρια των δυνατοτήτων εκδήλωσης της εθνικής κυριαρχίας και από την άλλη μεριά υπάρχει μια οικονομία που αφορά γενικά Έλληνες ή στενότερα Έλληνες πολίτες που δεν εμπίπτει, ούτε αντιστοιχεί στα όρια της εθνικής κυριαρχίας (έτσι όπως εκφράζεται δια του ελληνικού κράτους).

Η οικονομία της Ελλάδος διαθέτει μία ανοικτότητα – κάτι τελείως διαφορετικό από την περίφημη εξωστρέφεια – που δεν αντιστοιχεί στις γνωστές μορφές εξωστρέφειας των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών όπου τα όρια επέκτασης της οικονομικής επιρροής  βρίσκονται σε ευθεία αντιστοιχία με τα όρια εκδήλωσης της εθνικής κυριαρχίας[4], περιλαμβανομένων και των δυνατοτήτων προβολής ισχύος στο εξωτερικό, αντίθετα υπάρχει μία ελληνική οικονομική επιρροή και δραστηριότητα που δεν αντιστοιχεί ούτε στις δυνατότητες κυριαρχίας του Ελληνικού κράτους, ούτε στους ανά εποχή περιορισμούς της Ελλαδικής οικονομίας.

Από τη μια όσοι δραστηριοποιούνται οικονομικά μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, όσοι υφίστανται τις εκδηλώσεις της κυριαρχίας του, ζουν, περισσότερο ή λιγότερο, υπό την σκέπη ενός παράλογου και αναποτελεσματικού καπιταλισμού, όπου ο κρατικός παρεμβατισμός δεν συντονίζει την αποτελεσματικότητα και την αύξηση της απόδοσης, αλλά αντίθετα θέτει εμπόδια και λειτουργεί ανασταλτικά στην μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας, που θέτει υπό τον έλεγχο του, με την εξαίρεση κάποιων προνομιακών κλάδων στην κορυφή των οποίων βρίσκονται τα «έργα πολιτικού μηχανικού», η εμπορία εισαγώμενων ειδών και η πρόσοδος από ακίνητη περιουσία.

Η ελληνική πολιτική ελίτ με τις διάφορες διαστρωματώσεις της (που μεταπολιτευτικά έφθασαν να καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα) καθώς και το λεπτό στρώμα της ελληνικής «εσωτερικής» ολιγαρχίας που ελέγχει, την ντόπια οικονομική δραστηριότητα, όσο και την πολιτική σφαίρα, ασχολούνται όχι με την απρόσκοπτη μεγέθυνση της οικονομίας άλλα με το συνεχές κλάδεμα της (οδηγώντας σε μία οικονομία bonsai) κατά τρόπον ώστε να μην αμφισβητείται το status quo της δικής τους κυριαρχίας, που δομικά συνδέεται με συνθήκες οικονομικής και πολιτικόστρατιωτικής εξάρτησης της Ελληνικής επικράτειας. Με αυτή την έννοια η εξάρτηση αποτελεί όρο ύπαρξης της πολιτικής ελίτ και των επικυρίαρχων «εσωτερικών» ολιγαρχικών στρωμάτων.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι η κυριαρχία αυτή ασκείται κυρίως μέσω εξωοικονομικών καταναγκασμών κάνοντας χρήση προνομίων και  πλεονεκτημάτων που η τυπολογία τους άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι προσομοιάζει με καθεστώς νομικών τάξεων κι αυτό άσχετα από την έλλειψη τυπικής νομιμοποίησης κληρονομικής αριστοκρατίας.

(Όχι μόνον η επίγνωση αλλά και η φαντασιακή εμπέδωση της συνθήκης της επικυριαρχίας με μη οικονομικούς όρους, θα μπορούσε άνετα από μόνη της να εξηγήσει την σχετικά απρόσκοπτη αποδοχή[5] του μνημονιακού αρμαγεδώνα από τον Ελληνικό λαό).

Μέγα το της θαλάσσης κράτος

 Όμως, η σταθερή επιλογή της μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και αντίστοιχα ενός κομπραδόρικου Ελλαδικού καπιταλισμού, βαδίζει παράλληλα με μία υπερκείμενη και ουσιαστικά ανεξάρτητη σφαίρα ταξικής και προσωπικής οικονομικής ύπαρξης και μεγέθυνσης, που δεν αντιστοιχεί ούτε περιορίζεται από την πραγματικότητα του Ελληνικού κράτους και της οικονομικής δραστηριότητας που αυτό εναγκαλίζεται και ασφυκτικά περισφίγγει.

Σε ένα άλλο επίπεδο, ασύμβατο με τις Ελλαδικές διαστάσεις και τα στερνά όρια, κυριολεκτικά σε μία επάλληλη και εν πολλοίς εξωγενή σφαίρα, υπάρχει μια άλλη «Ελληνική οικονομία» στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, το αναμφισβήτητο διεθνές μέγεθος του οποίου ουδεμία σχέση έχει με τις δευτεροκλασάτες επιδόσεις της Ελλαδικής οικονομίας. Το σύστημα αυτό αντιστοιχεί προς τα έσω και προς τα κάτω – δίνοντας έτσι ευρεία διαταξική βάση στο οικοδόμημα – με την σφαίρα των πάσης φύσεως παραοικονομικών δραστηριοτήτων, λαθρεμπόριο, παραεμπόριο, καλλιέργεια και διακίνηση ναρκωτικών, τοκογλυφία και δημιουργία μαύρου  χρήματος, δόλιος ή κρατικά ευνοούμενος πλουτισμός στην σφαίρα της ακίνητης περιουσίας ή ότι βάλει ο νους του κάθε ενδιαφερόμενου, που είτε δύναται – είτε διακινδυνεύοντας αποφασίζει – να εξέλθει δραστικά εκτός των ορίων της ασφυκτικής και ενίοτε ευθέως καταστρεπτικής νομιμότητας.

Η υπερκείμενη, της κοινωνίας και του ελλαδικού κρατικού μορφώματος, τάξη του εφοπλιστικού κεφαλαίου, που βασιλεύει αλλά δεν άρχει, και το σύνολο των ανθρώπων που δρουν στη σφαίρα της άτυπης εθιμικά όμως ανεκτής αν όχι καθιερωμένης παραοικονομίας και παρανομίας, αποτελούν δύο φαινόμενα που βρίσκονται σε συνεχή εκ του μακρόθεν διάλογο.

Για την τυπολογία του μοντέλου αυτού, που θα μπορούσε να συγκριθεί με τις παραδόσεις πολιτειακής συγκρότησης της Βενετσιάνικης ολιγαρχίας – χωρίς την ύπαρξη όμως μιας επικράτειας στο στιλ της Βενετίας, ο Ελληνικός λαός, οι εθνικές παραδόσεις, το Ελληνικό κράτος, και η Ελληνική οικονομία, αποτελούν απλώς μέρος από τα «περιουσιακά στοιχεία» που βρίσκονται στην διάθεση του Ελληνικού εφοπλισμού.

Μεταπολεμικά το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι το μοναδικό που κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει, να ανακτήσεις και να διατηρήσει τα κεκτημένα του στον διεθνή καταμερισμό, αλλά και να αυξήσει το σχετικό καθώς και το απόλυτο διεθνές του μέγεθος, μέγεθος το οποίο διατηρεί από την δεκαετία του 1970 ξεπερνώντας με επιτυχία κάθε περιστασιακή κρίση ή καταβάλοντας κάθε διεκδικητή όπως πχ την πρόσφατη Γερμανική προσπάθεια δημιουργίας ισχυρού εμπορικού στόλου. Παράλληλα σταδιακά αποδεσμεύθηκε ή απομακρύνθηκε, ακριβώς στην εποχή που κατάκτησε την αδιαμφισβήτητη διεθνή του θέση, από κάθε κοινωνική ευθύνη ή επιρροή, που θα γεννούσε η στενότερη επαφή του με το Ελληνικό κράτος της Ελλάδος (γιατί υπάρχει και το ελληνικό κράτος της Κύπρου), φροντίζοντας ταυτόχρονα και για την θεσμική διασφάλιση του ιδιότυπου ρόλου μιας ανεύθυνης ολιγαρχίας.

Η τάξη αυτή, σε διεθνές επίπεδο, στο μέτρο που της επιτρέπεται από τους διεθνείς συσχετισμούς, δύναται να ποντάρει τα συμφέροντα του Ελληνικού λαού που βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα στα όρια του Ελλαδικού κράτους, χωρίς πάντα να ταυτίζεται στις επιδιώξεις της με τα συμφέροντα των στενά «εσωτερικών» Ελλαδικών ολιγαρχικών στρωμάτων, που διακρίνονται για τον επαρχιωτισμό τους και των οποίων ο ορίζοντας είναι απείρως στενότερος και συμπλεγματικά εσωστρεφής.

Για να κατανοηθεί ο ελληνικός εφοπλισμός απαιτείται διαύγαση της ύπαρξης και της λειτουργίας του ανατρέχοντας σε προκαπιταλιστικές ή πρωτοκαπιταλιστικές δομές που δεν αφορούν το κλασσικό παράδειγμα του εθνικού κράτους, έτσι όπως διαμορφώνεται ιδεολογικά και θεσμικά μετά την Γαλλική Επανάσταση.

Μακριά, και άσχετα απ’ όλα αυτά, το όραμα ενός κυρίαρχου και λειτουργικού εθνικού κράτους παρέχεται αφειδώς ως παραμυθία στους υπηκόους της Ελληνικής επικράτειας, που ενοχικά ονειρεύονται ένα κραταιό εθνικό κράτος, για το οποίο διαρκώς κρίνονται ανάξιοι.

Η ίδια η ναυτική ολιγαρχία στις εκ βαθέων εξομολογήσεις της ονειρεύεται – χωρίς όμως πρακτικά να το επιδιώκει – την ανασύσταση μίας προ του σχίσματος Ρωμιοσύνης που θα ξαναένωνε τους λαούς του Ανατολικού και του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους σε μία υποθετικά ειδυλλιακή κατάσταση που ίσχυε πριν τον Καρλομάγνο, το πολιτειακό μοντέλο είναι σαφώς αυτοκρατορικό με ιδεολογία την ορθόδοξη χριστιανική πίστη έτσι όπως εκφράζεται από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και υπόβαθρο την ελληνορωμαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, η κοσμοεικόνα αυτή που ευφυώς αναπτύσσεται στα κείμενα του π. Ιωάννη Ρωμανίδη (http://romanity.org/htm/rom.16.en.romanity_romania_roumeli.01.htm), προσφέρει μία πρωτότυπη χρηστική ανάλυση της διεθνούς θέσης του ελληνικού έθνους που γίνεται αντιληπτό ως Ρωμαίικο και σε αντίθεση με την μετακαρλομάγνια πορεία των Τευτονικών λαών που με την καταλυτική τους ιστορική επιρροή διαμόρφωσαν το πρόσωπο της νεότερης Ευρώπης.

Τα μέλη αυτής της τάξης λειτουργούν με βάση άτυπα θεσμισμένα ολιγαρχικά πρότυπα στη γενεαλογία των οποίων ενυπάρχουν στοιχεία που ανάγονται στις ιδιαιτερότητες της μακροχρόνιας ιστορικής παράδοσης της θαλάσσιας ελληνικής επικράτειας – το δυναμικό της οποίας υφίσταται επιρροές από το ύστερο Βυζάντιο, την Φραγκοκρατία ή Ενετικά, Γενουάτικα κλπ πρότυπα, όσο και σε δομές που αναπτύχθηκαν κάτω από το Οθωμανικό καθεστώς, όλα αυτά συμπλεκόμενα κατατείνουν σε ένα ιδιότυπο φαντασιακό και ιδεολογικό προφίλ που είναι προφανές ότι τους προσδίδει αξιοπρόσεκτη δύναμη επιβίωσης, αντίθετα από άλλες Ελληνικές ολιγαρχικές ομάδες η ύπαρξη και η εξουσία των οποίων καταρρέει, αν δεν έχει από καιρό καταρρεύσει.

Ανατρέχοντας στην στιγμή της εκκίνησης, συγκριτικά με άλλες ομάδες που βρέθηκαν να ηγούνται της επανάστασης του 1821, βλέπουμε ότι η εφοπλιστική ολιγαρχία είναι η μοναδική που όχι μόνον επιβίωσε αλλά υπερέβη κάθε προσδοκία ανερχόμενη σε διεθνή περιωπή. Πρακτικά είναι η μοναδική τάξη που δεν συνεθλίβει σαν συνέπεια της συνεχούς συμπίεσης και συρρίκνωσης των Ελληνικών πληθυσμών, που μέρχι την εποχή του Α’ παγκοσμίου πολέμου θα τους βρίσκαμε, ακόμη, διάσπαρτους και ακμάζοντες στα όρια τριών αυτοκρατοριών της Οθωμανικής, της Τσαρικής και της Αυστροουγγρικής.

Η θαλάσσιος προσανατολισμός, αξιοποιώντας την μακρά ελληνική ναυτική παράδοση, αναπροσαρμόσθηκε και συντονίσθηκε με τις δύο θαλάσσιες δυνάμεις που καθόρισαν διαδοχικά την παγκόσμια ιστορία μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους (Μ. Βρετανία και ΗΠΑ), ο σταθερός αυτός προσανατολισμός, αντίδρομος σε πολλές περιπτώσεις με τις επιλογές των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ολιγαρχικών ομάδων που συνέδεσαν την πορεία τους με της διακυμάνσεις της Ελλαδικής επικράτειας στην πρόσφατη ιστορική της διαδρομή, τους προσέδωσε εξαιρετικά πλεονεκτήματα και την ευκαιρία να αναδειχθούν σε διεθνή μεγέθη πρώτης τάξεως, τέτοια που ο Ελλαδικός καπιταλισμός δεν μπόρεσε ποτέ του, ούτε να ονειρευτεί.

Η αποκοπή αυτής της τάξης αυτής, από κάθε δεσμό ή υποχρέωσης, που είναι σύμφυτες με την Ελλαδική επικράτεια, αποτελεί την βασικότερη αιτία που το Ελληνικό έθνος εμφανίζει παροιμιώδες έλλειμμα ηγέτιδος τάξης, τα μέλη της αν και συμμετέχουν στις ανώτατες σφαίρες των καπιταλιστικών ελίτ, έχουν καταφέρει να μην εμπλέκονται με τα καθήκοντα ή να υφίστανται τις συνέπειες, που γεννά η επαφή με την ελληνική επικράτεια, χωρίς ταυτόχρονα να στερούνται ενός πλήθους, ευνοιών, απαλλαγών και προνομίων.

Στα προσόντα αυτής της ιδιότυπης οικονομικής τάξης πρέπει να πιστωθεί η σταθερή προσήλωση τους, στην συμμαχία με τις δυνάμεις της θάλασσας, πράγμα εκ των πραγμάτων αναπόφευκτο, αντίθετα από τις παλινωδίες, σε κρίσιμες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας, μεγάλων τμημάτων της «εσωτερικής» Ελλαδικής ολιγαρχίας, οικονομικής και πολιτικής, που βρέθηκαν να επιλέγουν άκαιρα το αντίπαλο στρατόπεδο, άλλοτε το Γερμανικό, παρά την βαθειά γεωπολιτική και ιστορική ασυμβατότητα με κάθε τι το Ελληνικό, και άλλοτε το Ρωσικό σε ένα πλαίσιο που ενσωματώνει παραδοσιακές ορθόδοξες ιδεοληψίες, που  αγνοούν την θεωρία της 3ης Ρώμης που αποτελεί το υπόβαθρο της Ρώσικης Ορθοδοξίας, που βρέθηκε σε καταστολή από τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου μέχρι την ανασύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας λίγους μήνες μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στην Ρωσία.

Ο Ελληνικός λαός βγάζοντας τα κατάλληλα συμπεράσματα πρέπει να πάψει να τυφλώνεται από την βλακώδη προπαγάνδα της εσωτερικής ολιγαρχίας, που αντιμετωπίζει την θαλάσσια επικράτεια της Ελλάδος ως πρόβλημα και όχι ως λύση, γιατί μόνον έτσι θα αντικρίσει έναν διαφορετικό δρόμο πολιτικής, πολιτειακής και οικονομικής συγκρότησης και μεγέθυνσης, ξαναπιάνοντας το νήμα της αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας.

Στο παρελθόν (στην αρχαία Αθήνα), συντελέστηκε μία πρωτότυπη ελληνική ιστορική διάνοιξη, βήμα με βήμα επινοήθηκε η δημοκρατία, παράλληλα με την επιλογή της θαλάσσιας ισχύος, ενώ συνήθως αυτή συνάπτεται με αιωνόβια ολιγαρχικά καθεστώτα όπως ήταν η Καρχηδών, η Βενετία κλπ ή με την νεωτερική Μοναρχική και Αριστοκρατική δημοκρατία της Μεγάλης Βρετανίας).

Αυτό το πρόβλημα μας οδηγεί σε ένα άλλο ζήτημα μακροϊστορικής ανάλυσης και αποτίμησης που απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο: με βάση πιο μοντέλο πορευόμαστε; Ένα δημοκρατικό μοντέλο θαλάσσιας ισχύος – ορμώμενοι από τον αρχιπελαγικό χαρακτήρα της ελληνικής επικράτειας ή ένα ολιγαρχικό μοντέλο χερσαίας δύναμης, ούτως ή άλλως ανέφικτο στο μέτρο που οι Μεγαλο-Αλεξανδρινές ή Βυζαντινές εδαφικές του προϋποθέσεις από καιρό αποτελούν ξένες επικράτειες;

Επίλογος

Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας μελέτη του Ελβετού Οικονομολόγου Michael Bernegger η οποία αποτιμώντας και συμπεριλαμβάνοντας στο Ελληνικό ΑΕΠ το μέγεθος της ελληνικής ναυτιλίας και του τουρισμού, αντιστρέφεται πλήρως η παραδεδομένη εικόνα για το μέγεθος και την δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας, πχ αθροίζοντας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν τα ποσά που αντιστοιχούν μόνον στην Ναυτιλία μετατρέπεται σε πλεονασματικό το Ελλειμματικό προφίλ που το 2009-2010 μας οδήγησε στο ΔΝΤ και στα μνημόνια. ( https://global.handelsblatt.com/edition/197/ressort/finance/article/greece-a-secret-exporting-power )


[1] Απόσπασμα από κείμενο του Samir Amin που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Monthly Review, τεύχος Σεπτεμβρίου 2012 και αναδημοσιεύτηκε σε ελληνική μετάφραση στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 13/1/2013 .

[2] Σε μία εκδήλωση όψιμης σοφίας, ο «συνετός εκσυγχρονιστής» Αλέκος Παπαδόπουλος σημειώνε σε άρθρο του στο Βήμα, 24/05/2013: «Η οικονομική ελίτ, που συγκροτήθηκε μεταπολεμικά, πορεύτηκε αλληλοεξαρτώμενη με τις άλλες ηγέτιδες τάξεις και κυρίως με την πολιτική. Λειτούργησε χωρίς ανεπτυγμένη συνείδηση εθνικής ευθύνης, εκτός από κάποιες και εδώ εξαιρέσεις. Ιθύνουσα Εθνική Αστική Τάξη δεν θέλησαν να γίνουν ποτέ, υποδύθηκαν μόνο «ρόλους» που δεν πίστεψαν και παρέμειναν απλά ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Δεν ανέλαβαν ποτέ ευθύνες εγγύησης και πρωτοβουλίες υπεράσπισης της χώρας. Ανέχθηκαν, αν δεν υποδαύλισαν, τον λαϊκισμό για τα δικά τους συμφέροντα και συνέβαλαν αποφασιστικά στη θεσμική και οικονομική αποδυνάμωση της χώρας.»

[3] Υπάρχει και το Ελληνικό κράτος της Κύπρου.

[4] Αυτονόητα, η αποικιακή ή ιμπεριαλιστική εξάπλωση και δράση αποτελεί κατ’ εξοχήν την εκδήλωση κυριαρχίας που υπερβαίνει τα συμβατικά σύνορα του κράτους, αντιστοιχεί όμως κατά κανόνα στην επέκταση των ορίων της οικονομίας.

[5] Οι λαϊκές δυνάμεις γνωρίζουν εκ πείρας ότι η «συνταγματική» πολιτική δράση στο πλαίσιο της Ελληνικής πραγματικότητας συνήθως είναι ατελέσφορη, καθότι το πλέγμα εξουσίας συγκροτείται πίσω ή παρά τους θεσμικούς κανόνες, έχοντας σαν συνήθη πρακτική την γελιοποίηση παρά τον σεβασμό των συνταγματικών κανόνων ή των νομικών περιορισμών.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: