Του Μάρκου Χαρίτου
Συνοψίζοντας τις τελευταίες εξελίξεις σημειώνουμε:
Οι ΗΠΑ μοιάζουν να παραχωρούν ή να επιτρέπουν στην Γερμανία να παίξει ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και μένει να δούμε αν θα της επιτρέψουν ευρύτερη ανάμειξη στην Μέση και στην Εγγύς Ανατολή, είναι οφθαλμοφανές ότι αυτό γίνεται βάζοντας σε δοκιμασία τις Γερμανορωσικές σχέσεις, με αντάλλαγμα τον ρόλο σε ένα πεδίο που η Γερμανία, πέρα από την οικονομική πίεση, δεν έχει την δυνατότητα να ασκήσει – τουλάχιστον στο ορατό μέλλον – καμία χειροπιαστή πολιτική στρατιωτικής ισχύος, ενώ ταυτόχρονα σε θέματα εκμετάλλευσης ορυκτών ενεργειακών πόρων δεν διαθέτει εξειδίκευση, πείρα ή τις κατάλληλες εταιρείες . Προοπτικά οι καλές σχέσεις Γερμανίας – Ρωσίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σταθερότερα και σε πλέον συμβατά με τις Γερμανικές γεωπολιτικές δυνατότητες οφέλη, καθόσον η τρέχουσα γερμανική οικονομική ισχύς δεν αλλάζει την φύση των εγγενών περιορισμών και αδυναμιών της.
Ίσως για μία ακόμη φορά μέσα σε 100 χρόνια η Γερμανία αυτοπαγιδεύεται διαταράσσοντας τις σχέσεις της με την Ρωσία, ενώ δεν αντιφάσκει με τα γεγονότα και την ιστορική πείρα η άποψη, ότι οι ΗΠΑ δελεάζουν την αλαζονεία της Γερμανίας σε βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της.
Οι ΗΠΑ είναι φανερό ότι ευνοούν την εκδίπλωση της Γερμανικής στενοκαρδίας που αποδομεί τις προοπτικές μιας Ευρωπαικής Ενοποίησης, σχέδιο που ούτως ή άλλως συνελήφθη από ειλικρινείς Ευρωπαίους αντιναζιστές, αντιφασίστες, φεντεραλιστές, όσο και ατλαντιστές με σκοπό την διηνεκή ειρήνευση της Ευρώπης και την οικοδόμηση ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος. Περιττό να πούμε ότι η Άγγελα Μέρκελ βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με βιώματα και εμπειρίες αυτής της ποιότητας.
Αυτό που από την πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού της χώρας εμφανίζεται ως επιτυχία – συγκριτικά με την ατέρμονα Ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας – δηλαδή η συμμετοχή μας στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής ενοποίησης ήδη από το 1980, ξεκάθαρα πλέον επιδέχεται και μια δεύτερη ανάγνωση και για τους πλέον δογματικούς Ευρωπαϊστές. Η Τουρκία εκ των πραγμάτων είχε την δυνατότητα και την ελευθερία να αναπροσαρμόσει τις πολιτικές της στο νέο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά την Ιρανική επανάσταση και την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Έχει έρθει ο καιρός να επανεκτιμηθεί σε βάθος χρόνου η μονοδιάστατη Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας έτσι όπως σχεδιάσθηκε υπό την εποπτεία του «Εθνάρχη» στην μνήμη του οποίου ξοδεύτηκαν πάλι μεγάλες ποσότητες λιβανιού.
Ενώ το μόνο μεγάλο μέγεθος που όντως διαθέτουμε σαν έθνος στον διεθνή καταμερισμό εργασίας είναι η ναυτιλία, ενώ ο εθνικός χώρος έχει περισταλεί στα όρια πριν τον ελληνικό αποικισμό που έλαβε χώρα από τον 8 έως τον 6 πχ αιώνα, μεταπολεμικά χαράχθηκε μία διεθνής πολιτική που δεν θα διέφερε και πολύ από την περίπτωση που η Ελλάδα γεωγραφικά και πολιτικά βρισκόταν στην θέση της Δανίας.
Όλα τα υπόλοιπα είναι συνέπειες των επιλογών του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας, που έχει εγκλωβισθεί σε ένα θεσμικό πλαίσιο που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά από χώρες που δεν έχουν ούτε τον θαλάσσιο και νησιωτικό χαρακτήρα της Ελληνικής περίπτωσης, ούτε βρίσκονται στο ίδιο γεωπολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει πίσω μας το ιμπεριαλιστικό και αποικιακό παρελθόν (και παρόν σε κάποιες περιπτώσεις) των «Ευρωπαίων εταίρων» μας.
Αν δεχθούμε την υπόθεση ότι η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν δύο απομακρυσμένα προπύργια της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο τότε οι επιλογές και οι αμφιταλαντεύσεις των ηγεσιών των δύο Ελληνικών κρατών μετά την Γερμανική Επανένωση (1990) και το Μάαστριχτ (1992) κινούνται σε τελείως λάθος κατεύθυνση.
Ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τις τρέχουσες εξελίξεις αποτέλεσε πεδίο για εκείνες τις χώρες της Δύσης που είχαν στην διάθεση τους αξιόλογες αεροναυτικές δυνάμεις και βάσεις, δηλαδή πρωτευόντως οι ΗΠΑ, ακολούθως η Αγγλία και σε κάποια απόσταση η Γαλλία που όμως δεν διαθέτει βάσεις στον επίμαχο χώρο.
Η μεταπολεμικά «ψυχικά» αμφίθυμη σχέση της Ελλάδας με τις δύο σημαντικότερες θαλάσσιες δυνάμεις του Δυτικού Κόσμου, ΗΠΑ και Αγγλία, δημιούργησε και δημιουργεί προβλήματα, χωρίς να έχουν διατυπωθεί ή προσφερθεί βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, που θα μπορούσαν να αλλάξουν την φύση της σχέσης του Ελληνικού έθνους με αυτούς του δύο διεθνείς παράγοντες που προεξάρχουν τόσο στο διεθνές γίγνεσθαι – χωρίς πάντα να ταυτίζονται – όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ευρωπαϊκή ενοποίηση σχεδιάστηκε με βάση την δυναμική του Γαλλογερμανικού άξονα, ενώ το ΝΑΤΟ σχεδιάστηκε από την οπτική γωνία χωρών με έντονη την αίσθηση της θαλάσσιας ισχύος.
Αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα οι σχέσεις όσμωσης μεγάλης μερίδας του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, των διανοούμενων, των τεχνικών επιστημόνων και του ελληνικού κεφαλαίου με την Γερμανία, που καλλιεργήθηκαν από τις δύο δυναστείες που κυβέρνησαν την Ελλάδα. Η παρακαταθήκη αυτή αναδιαμορφώθηκε με βίαιο τρόπο στην δεκαετία του 1930 και του 1940 παραδίδοντας μας την κληρονομιά του Μεταξικού εγχειρήματος, του κατοχικού δοσιλογισμού που σχεδόν αβίαστα εξελίχθηκαν σε ενδοτισμό απέναντι στο Γερμανικό παράγοντα, ο ενδοτισμός σε ξένα κέντρα δεν αποτελεί κάτι το εξαιρετικό για την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, το πρόβλημα βρίσκεται στην δομική ασυμβατότητα των Γερμανικών γεωστρατηγικών βλέψεων με τις δικές μας εθνικές αναγκαιότητες.
Υπό το φως των εξελίξεων που πλέον δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι βαδίζουμε προς μία Γερμανική Ευρώπη και πριν η πορεία αυτή ολοκληρωθεί με την ανάπτυξη και του στρατιωτικού της σκέλους είναι απολύτως αναγκαία η εκ βάθρων ανατροπή των στρατηγικών μας επιλογών και η σαρωτική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού.
Η ανανέωση όμως του πολιτικού προσωπικού είναι απολύτως απαραίτητη ακόμη και αν, σαν από θαύμα κάθε μνημονικό άχθος αποσυρόταν από κάποιον από μηχανής θεό, επιτέλους χρειαζόμαστε την δυνατότητα εναλλακτικών σχεδίων και την δυνατότητα να σχεδιάζουμε προοπτικά με βάση διαφορετικά σενάρια, σήμερα υφιστάμεθα την ανυπαρξία σχεδιασμού στην βάση της πεποίθησης ότι η Ευρώπη σχεδιάζει για μας και αυτό πρέπει να λάβει τέλος γιατί ευνουχίζει την έκφραση της δικής μας βούλησης.
charitosm.wordpress.com