Του Μάρκου Χαρίτου
Η σχέση της Ελλάδας και ευρύτερα των Ελλήνων με την Δύση καθορίζεται σε κάθε περίπτωση όχι μόνον από τους τρέχοντες συσχετισμούς αλλά και από την «εικόνα» ή τις «εικόνες» που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας αλλά και η Δύση για μας.
Η χρήση το όρου Δύση αφορά στην πολυσύνθετη ιστορική πορεία της μετακαρλομάγνιας Ευρώπης. Η διαδικασία που επισφράγισε ο Καρλομάγνος, είναι μία διαδικασία που κυρίως αφορά αρχικά στις μετακινήσεις και κατόπιν στις προσπάθειες των γερμανικών φύλων να ασκήσουν κυριαρχία μέσα στον ευρύτερο Ρωμαϊκό ιστορικό χώρο.
Υιοθετώντας τα ρωμαϊκά ταξικά και αυτοκρατορικά πρότυπα τα γερμανικά φύλα κατέληξαν να «δώσουν» το σύνολο της υψηλής αριστοκρατίας που διαμόρφωσε την Ευρωπαϊκή ιστορία μέχρι την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης.
Στην μακροχρόνια και επίπονη προσπάθεια της Δύσης, με την ανωτέρω έννοια, να υπερισχύσει της Ανατολής αλλά και να αυτοανακηρυχθεί καθολικός διάδοχος της Ρωμαϊκής ιστορικής παράδοσης, ως πρώτο εμπόδιο συνάντησε το υπαρκτό τότε ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, αυτό που πλέον αποκαλούμε Βυζάντιο.
Πλευρές ολόκληρες της σύγχρονης ιστορίας (όπως πχ η «σύγκρουση» της Lega Nord με τον Ιταλικό Νότο) είναι ακατανόητες αν δεν στραφούμε στο παρελθόν τότε που η νεοτερική-γερμανική Ρωμαϊκότητα αντιπάλευε με την παραδοσιακή Βυζαντινή.
Αν συμφωνήσουμε ότι οι ρίζες του νέου Ελληνισμού βρίσκονται στο ύστερο Βυζάντιο, τότε καθίσταται διάφανη η προβληματική σχέση της ελληνικής αναγέννησης – που χρειάσθηκε να φθάσουμε στο 1821 για να τελεσφορήσει – με την προσπάθεια της Δύσης να ασκήσει κυριαρχία επί των εδαφών που αποτελούσαν το ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος.
Οι σταυροφορίες και η άμεση συνέπεια τους στον Ελλαδικό χώρο, η Φραγκοκρατία, εξέτρεψαν τις διαδικασίες «ελληνοποίησης» του Βυζαντίου, ευνόησαν την ανατροπή της ισορροπίας με τους Άραβες και εν τέλη ευνόησαν την πορεία των Τουρκικών φύλων να γίνουν αυτοί οι πραγματικοί διάδοχοι του παρακμάζοντος Βυζάντιου.
Η Δύση ύστερα από μία περίοδο που βρέθηκε αμυνόμενη, ισορρόπησε με την Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ το ελληνικό έθνος (εκτός από τα Επτάνησα) έζησε ανάλογα με την περιοχή 3,4 ή και 5 εκατονταετίες υπό τουρκικό ζυγό.
Υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, τα σημερινά προβλήματα στην Ελλάδα ή στην Κύπρο δεν είναι μόνον προβλήματα καπιταλισμού καζίνο, ύφεσης, δημοσιονομικής κρίσης, μονεταρισμού, ευρωπαϊκής ή μη ενοποίησης κλπ είναι και μακροϊστορικά προβλήματα που η ρίζες του δεν βρίσκονται μόνον στους νεότερους χρόνους αλλά έλκουν την καταγωγή τους και σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Το πρόβλημα της Κύπρου δεν αφορά μόνον σε νεοαποικιακές βλέψεις, ιδιαίτερα τώρα που η Κύπρος αποκαλύφθηκε ότι διαθέτει πλούσια κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων, αντίθετα πάει πιο μακριά και έχει να κάνει με τις σταυροφορίες, την φραγκοκρατία, την ενετοκρατία και γενικότερα την εικόνα που έχει η Δύση για την Ελληνική παρουσία στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, καθώς και με τον τρόπο που εντάσσει τον Ελληνικό ιστορικό χώρο στις στρατηγικές της.
Ένα είναι σίγουρο η Δύση δεν επιθυμεί την ανάπτυξη της Ελληνικής αυθυπαρξίας και το ίδιο ισχύει και για τη Ρωσία.
Αρωγός η διαχρονική επιπολαιότητα των ελληνικών οικονομικών και πολιτικών ελίτ και οι εμμονές τους που δεν τους επιτρέπουν να δουν την άρρηκτη συσχέτιση και αλληλεξάρτηση της ισχύος με τον πλούτο, γιατί πλούτος χωρίς ισχύ που να τον διασφαλίζει συνιστά άφρονα πρόκληση. Με τις ιδεοληπτικές τους κατασκευές έχουν καταστήσει τον ελληνικό χώρο (περιλαμβανομένης και όσης Κύπρου απέμεινε) ευάλωτο σαν αποτέλεσμα πολιτικών που αρθρώθηκαν μεταπολεμικά χωρίς καμία στρατηγική αντίληψη και χωρίς συνείδηση του ιστορικού περιβάλλοντος και των ορίων μέσα στα οποία, κατά περίπτωση, μπορεί ένας λαός να κινηθεί είτε συντηρητικά είτε ριζοσπαστικά.
Ο τρόπος που η Ελλάδα και οι Έλληνες της Κύπρου πολιτεύτηκαν μεταπολεμικά είναι εκ βάθρων λάθος, επιτυχίες και αποτυχίες πατούν πάνω στο ίδιο σαθρό υπόβαθρο, όχι, στην όπως αποδείχθηκε ανέφικτη Ένωση, άλλα σ’ ένα κράτος όχι απλώς διχοτομημένο λόγω της ήττας του 1974, αλλά εξ αρχής τριχοτομημένο, που πάνω του εκδηλώνονται τρεις αντιτιθέμενες κυριαρχίες: η Ελληνική, η Τουρκική και η Αγγλική, (κάποιοι βαυκαλιζόμενοι θα πουν και η Κυπριακή), ενώ πλέον δια του μνημονίου πατάει πόδι και η υπόλοιπη «πολιτισμένη Ευρώπη», ξυπνώντας αναμνήσεις από την ιστορία του Μεσαιωνικού Βασιλείου της Κύπρου.
Οι πολιτικοί και οικονομικοί ακροβατισμοί, ο ραγδαία οικονομική ανάπτυξη χωρίς τα αντίβαρα ισχύος, η παντελής έλλειψη στρατηγικής αντιμετώπισης των σχέσεων με την Δύση, την Τουρκία και την Ρωσία, η παραπλανητική αυτοεικόνα, όλα αυτά οδήγησαν μαζί με το ελληνικό PSI στα σημερινά Κυπριακά χάλια, σε συνέχεια των Ελλαδικών. Ή μήπως τα Ελλαδικά χάλια ήταν απλώς προοίμιο για την εκδήλωση της «Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» στην Κύπρο;
Μάρκο, η ανάλυσή σου είναι εξαιρετική. Ίσως είναι καιρός τώρα να διαμορφωθεί έστω και στα χαρτιά, μια πρόταση που να αντανακλά αυτές τις ιστορικές αιτίες.
(Προτείνω να χρησιμοποιήται ο όρος Ρωμανία για το Βυζάντιο)
Διάβασα πρόσφατα την εξής φράση:
«Οι Δυνάμεις επέτρεψαν στην Ελλάδα να ξαναγεννηθεί με τον όρο όμως ότι θα ήταν τόσο μικρή και αδύνατη ώστε να μην μπορέσει να μεγαλώσει ούτε σχεδόν να ζήσει» του Φρανσουά Γκιζώ (1787-1874, Απομνημονεύματα).
Σίγουρα, η ισχύς σχετίζεται με το μέγεθος μιας χώρας (έκταση, πληθυσμός κ.ο.κ.). Ωστόσο, επειδή αυτό έχει κριθή τελεσιδίκως για την Ελλάδα, πρέπει να αναπτυχθή μια άλλη προσέγγιση της ισχύος που να σχετίζεται με την ένταση, την πυκνότητα. Αυτό είναι πιο δύσκολο, φυσικά, αλλά εάν οι Έλληνες θεραπευθούν από τον ευνουχισμό που έχει προκαλέσει ο κρατισμός, ο μαρξισμός, o βυζαντινισμός και όλα τα συστήματα που υποβαθμίζουν το άτομο και το πνίγουν με κανόνες, νομίζω ότι υπάρχει ελπίδα ολοκλήρωσης της αρχής που έγινε το 1821.