Του Μάρκου Χαρίτου.
1. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Δημ. Κωνσταντακόπουλος έθεσε, με εύστοχη διατύπωση, το αίτημα των καιρών που όχι απλώς είναι επίκαιρο αλλά ίσως έχει ήδη μπαγιατέψει: «Αν είμαστε στο οικονομικο-κοινωνικό «ισοδύναμο» του 1941, χρειαζόμαστε το κοινωνικο-πολιτικό «ισοδύναμο» ενός «ΕΑΜ»,όχι ενός «καλού ΠΑΣΟΚ» ή ενός «καλού Εργατικού Κόμματος»…….»
Απάντηση: Γνωρίζοντας την ιστορική κατάληξη του ΕΑΜ, παρά την σωτήρια δράση του κατά την περίοδο της κατοχής, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οδηγήθηκε από τον θρίαμβο στην συντριβή λόγω της έλλειψης οποιοδήποτε συγκεκριμένου και αιτιολογημένου πλαισίου αναφοράς σε σχέση με την διεθνή θέση της χώρας, έλλειψη που είχε ευθεία αντανάκλαση στην οργανωτική δομή του ΕΑΜ.
Άρα, δεν χρειαζόμαστε απλώς ένα ΕΑΜ, αλλά κάτι ακόμη καλύτερο κι αυτό γιατί το πρώτο θέμα που θα αντιμετωπίσει το «ΕΑΜ του σήμερα» την στιγμή της ανάληψης της (πχ ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν και αν προλάβει να ολοκληρώσει την προκηρυγμένη του μεταμόρφωση.), θα είναι το άμεσο και απολύτως επείγον ζήτημα των προσωρινών αρχικά διεθνών συμμαχιών για να ξεφύγει, με τις μικρότερες απώλειες από την Γερμανική – Βορειοευρωπαϊκή περίσφιξη.
2. Τα προηγούμενα γεννούν αναγκαία το ερώτημα, έχει η χώρα ανάγκη από μία τέτοια επιλογή; δεν είναι όλα από καιρό απλά; Αλλάζουμε οικονομική πολιτική στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή της ΕΕ και είμαστε λίγο πολύ εντάξει.
Απάντηση: Κατά μείζονα λόγο, η Ελλάδα, που βρίσκεται σε ένα τελείως διαφορετικό γεωπολιτικό πλαίσιο από την Δυτική – Βόρεια και Μεσογειακή, την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, έχει αμελήσει από το 1992 (Μααστρίχτ) να ανασχεδιάσει προγραμματικά την διεθνή της στρατηγική, ενώ ταυτόχρονα αφέθηκε να προσδεθεί βαθμιαία στους σχεδιασμούς μιας Γερμανικής Ευρώπης. Άρα έχουμε ήδη μετατοπισθεί παίζοντας ένα εξ ίσου επικίνδυνο παιχνίδι με αυτό που έπαιξε στην περίοδο 1936-40 ο Μεταξάς (ιδεολογική και οικονομική ταύτιση με την Γερμανία και ταυτόχρονα πρόσδεση στις γεωστρατηγικές ανάγκες της Αγγλίας).
Η Ελλάδα είναι μία χώρα του έχει από κάθε άποψη έναν ιδιαίτερα έντονο θαλάσσιο χαρακτήρα και προσανατολισμό, η προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα σε μία στρατηγική με θαλάσσιο προσανατολισμό και σε μία στρατηγική που χαράσσεται από μία κατ’ εξοχήν χερσαία χώρα όπως η Γερμανία, οδηγεί όχι μόνον σε αδιέξοδα αλλά και σε τραγωδίες.
Όταν μεταπολιτευτικά υπερίσχυσε πολιτικά ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας, η τότε ΕΟΚ ουδεμία σχέση είχε με την σημερινή ΕΕ.
Όσοι, αντλούμε ιστορικά συμπεράσματα από την πολιτική κληρονομιά του Βενιζελισμού, γνωρίζουμε ότι, αν και συχνά ρηχό στο βάθος της κοινωνικής του ανάλυσης, το σχέδιο του Βενιζέλου πέτυχε το μείζον στην περίοδο 1910-1920 έχοντας μία ξεκάθαρη άποψη σχετικά με την διεθνή θέση της χώρας, τα όποια σφάλματά του στη αποτίμηση των εξελίξεων στην Ανατολή δεν απομειώνουν την οξυδέρκεια με την οποία κινήθηκε απέναντι στις Δυτικές και στις Κεντροευρωπαϊκές Δυνάμεις.
3. Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα των αντιμνημονιακών δυνάμεων είναι το πρόβλημα της όσμωσης του αντιμνημονιακού κινήματος με την ακροδεξιά. Δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο σ’ αυτό, πέρα από τα «ορθάνοιχτα κλειστά» μάτια, μιας ευρωπαϊκής αριστεράς που κρατά κλειστές τις βιβλιοθήκες της, όταν η ακροδεξιά έχει από δεκαετίες ριχτεί στον αγώνα για την κατάκτηση της ιδεολογική ηγεμονίας με όλα τα μέσα. Πρωτοποριακές δεξαμενές σκέψης στον δεξιό χώρο με εργώδη προσπάθεια ξαναδιάβασαν την ιστορία, αφομοίωσαν, μετέστρεψαν και οικειοποιήθηκαν θεωρητικές διανοίξεις αριστερών διανοητών, ενώ ταυτόχρονα έχουν θέσει υπό κρίση όλη η ιστορική κληρονομιά του δημοκρατικού κινήματος από την Γαλλική επανάσταση μέχρι σήμερα.
Ευφυέστατες αναλύσεις, που καταγγέλλουν την παγκοσμιοποίηση, εκφωνούνται από «νεοδεξιά» ιδεολογικά ρεύματα [πχ από το think tank GRECE (Groupement de recherche et d’études pour la civilisation européenne) που αυτοπροσδιορίζεται ως nouvelle droite με προεξάρχοντα το Allain de Benoist].
Η όσμωση δεξιών και ακροδεξιών προσώπων και ομάδων, καθώς και συντηρητικών θεσμών με το λαϊκό κίνημα στην περίοδο Οτσαλάν και Γιουγκοσλαβικού κατέδειξαν το εύρος του κρυμμένου δυναμικού και για τα ελληνικά πράγματα, αν βέβαια κάποιοι είχαν ήδη αγνοήσει το τι συνέβη μερικά χρόνια πριν με το «Μακεδονικό».
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα πόσο εύκολη θα είναι η πάλη για την πολιτική ηγεμονία με αυτά τα ρεύματα, δεδομένης της οικονομικής άνεσης που διαθέτουν αλλά και των «απλών» αρχηγικών οργανωτικών δομών, όταν αύριο σε μία υποθετική θετική εξέλιξη ηττηθούν οι μνημονιακές δυνάμεις. Αν σε όλα τα προηγούμενα προσθέσουμε και τις επιπλοκές της υιοθέτησης της απλής αναλογικής από το «σύστημα της παρακμής», τότε η εξίσωση προβλέπεται να έχει και φανταστικές λύσεις.
Εν κατακλείδι, η είσοδος στην πολιτική κονίστρα με στόχο την πολιτική ηγεμονία σε εθνικό επίπεδο γεννά την ανάγκη να υπάρχει ξεκάθαρη άποψη: α. για την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, πράγμα που προνομιακά εκφράζεται στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων και συμμαχιών, β.για τις εφικτές-επιθυμητές πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Συμμαχίες που θα καταστούν αναγκαίες, για συγκυριακούς λόγους, δεν είναι σίγουρο ότι θα εξελιχθούν ομαλά.
4. Το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα στηρίχθηκε πάνω σε πατροπαράδοτες πελατειακές δομές που υπέστησαν ποσοτική υπερδιεύρυνση παραμένοντας άλλοτε προφανείς ή άλλοτε υφέρποντας κάτω από τον μανδύα του κοινωνικού κράτους, το γεγονός ότι οι ίδιοι οι διαχειριστές και οι θεματοφύλακες τώρα τις ξεθεμελιώνουν, δεν διασφαλίζει και την αυτόματη διαγραφή τους από το συλλογικό φαντασιακό.
Το ποιοτικό άλμα στην συγκυρία που ζούμε θα γίνει όταν ο πόνος και η νοσταλγία για το παλιό σύστημα αναδιανομής εισοδημάτων, που εκπαραθυρώθηκε κακήν κακώς, αφήνοντας εκατομμύρια Έλληνες ξεκρέμαστους, υπερκεραστεί από την επιθυμία για μια άλλη αντίληψη ζωής.
Σε πρόσφατές δηλώσεις του στην Deutsche Welle ο Ισλανδός πρόεδρος Όλαφουρ Γκρίμσον, είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
“Κατ’ αρχήν διαπιστώσαμε νωρίς πως δεν πρόκειται μόνο για μια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, αλλά για μια βαθιά πολιτική και κοινωνική κρίση. Και αυτό μας οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις στα εν λόγω πεδία”.
“Επιδιώξαμε να αποδώσουμε δικαιοσύνη και παράλληλα να αλλάξουμε τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων……”.
Πόσο έχει γίνει αντιληπτή η ανάγκη για αλλαγή των μηχανισμών λήψης των αποφάσεων και όχι απλώς για αλλαγή των προσώπων που λαμβάνουν αποφάσεις;
Πρώτη δημοσίευση στο pratto.gr