Του Μάρκου Χαρίτου
Στις σημερινές συνθήκες κρίσης είναι φανερό ότι δεν μπορούμε παρά να κινηθούμε στην κατεύθυνση ενός κατά το δυνατόν ευρύτερου[1] κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, η επιτυχία αυτού του στόχου μπορεί να επιτρέψει την αναστροφή της σημειωθείσας κατολίσθησης ιστορικών διαστάσεων, που πλέον, μετά την υπαγωγή της Κύπρου στο μνημονιακό πλαίσιο, αφορά στο σύνολο του εθνικού χώρου.
Τίθεται, στις παρούσες συνθήκες το ερώτημα: μπορεί να υπάρξει ενότητα μέσα στο λαό χωρίς σύγκλιση αναφορικά με το πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής και την προοπτική των διεθνών σχέσεων της χώρας. Πλαίσιο και προοπτική αφού διατυπωθούν με την μορφή ενός νέου εθνικού οράματος στην συνέχεια με βάση αυτό πρέπει να εκπονηθεί ένας νέος εθνικός σχεδιασμός[2]. Είναι επίσης αναγκαίο, όραμα και σχεδιασμός να κατακτήσουν την ιδεολογική ηγεμονία, για να είναι εφικτή η συνειδητή συμπόρευση της πλειοψηφίας του λαού.
Στον 20 αιώνα είχαμε δύο περιπτώσεις, που, στα πλαίσια μιας στρατηγικής επιλογής μείζονος χαρακτήρα έγινε δυνατή μία πλατεία ενότητα, που βρήκε κατά περίπτωση και την αντίστοιχη πολιτική της έκφραση.
Η πρώτη περίπτωση αφορά τους Βαλκανικού πολέμους, όπου πάνω στο τραύμα του 1897 και στην προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης – θέση διακηρυγμένη από το 1821, η ευρεία πλειοψηφία του λαού αλλά και προσωρινά το παλαιό αλλά και το νεόκοπο πολιτικό δυναμικό – έκφραση παλαιών και ανερχόμενων κοινωνικών δυνάμεων συμμάχησαν, έτσι ώστε η άρθρωση του κράτους να γίνει κατά τρόπο που να επιφέρει όχι μόνον την νίκη στους βαλκανικούς πολέμους αλλά και στη συνέχεια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Το Βενιζελικό κόμμα και προσωπικά ο Βενιζέλος ήταν τα πολιτικά υποκείμενα που εξέφρασαν αυτή την ενότητα.
Τότε, έστω και προσωρινά, αντιτιθέμενες δυνάμεις και στρατηγικές της ελληνικής πολιτικής σκηνής μπόρεσαν να συντεθούν σε μία κοινή πολιτική κατεύθυνση, πχ η αντίθεση ανάμεσα στους οπαδούς του ελληνοοθωμανικού ιδεώδους και στους οπαδούς της εθνικής ολοκλήρωσης, επιπλέον, ανώτερα, μεσαία και κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα εντός του ελληνικού κράτους ή στις τότε αλύτρωτες περιοχές αλλά και στον παροικιακό ελληνισμό, ταυτίστηκαν και αγωνίστηκαν με το όραμα μιας μεγαλύτερης εθνικής επικράτειας, δυό χρόνια αργότερα, το 1915, η σύγκρουση Θρόνου-Βενιζέλου γύρω από την συμμετοχή της Ελλάδος στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, οδήγησε στον εθνικό διχασμό και προοπτικά στην Μικρασιατική καταστροφή.
Η συνετή στάση του Γεωργίου Α΄ απέναντι στους θεμελιώδεις παράγοντες της τότε ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, δηλαδή τη Βρετανία και τη Γαλλία, επέτρεψε την εκπόνηση από τον Βενιζέλο μίας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής, σε αντίθεση με τις καταστροφικές συνέπειες του φιλογερμανισμού του Κωνσταντίνου Α΄ στην αμέσως επόμενη ιστορική συγκυρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμού.
Δύο κρίσιμοι παράγοντες βρέθηκαν σε απόλυτη ταύτιση προοπτικής, 1. εξωτερική πολιτική στα πλαίσια ενός σαφούς διεθνούς προσανατολισμού και 2. λειτουργική σύνθεση του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, έτσι, οι πολιτικοί ελιγμοί, οι επιμέρους διαφωνίες, αλλά και η προσπάθεια εκμετάλλευσης των διεθνών συγκυριών και αντιφάσεων δεν οδήγησαν σε διχαστικά διλήμματα, όπως συνέβη μόλις δύο χρόνια αργότερα.
Εξίσου βραχυχρόνια, αλλά τελικά αποτελεσματική, η σχεδόν[3] ομόθυμη ταύτιση του Ελληνικού λαού στην κατεύθυνση της πάλης με τον φασισμό και τον ναζισμό, με την Ιταλία και την Γερμανία (και την σύμμαχο της Βουλγαρία), ταύτιση, το εύρος της οποίας συμπεριέλαβε και τον Ζαχαριάδη και οδήγησε στον ένδοξο, ματωμένο δρόμο που διανύθηκε από το 1940 έως το 1944, που έφερε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών και παρά τον εμφύλιο επέτρεψε την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων.
Με την επίσημη πολιτική σκηνή να προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της και το Μεταξικό σύμπαν να αποσύρεται στο παρασκήνιο, το πολιτικό υποκείμενο που εξέφρασε στην περίοδο της κατοχής, με σχετική όμως επιτυχία αυτή την φορά, την ενότητα του λαού, ήταν το ΕΑΜ. Θεμελιώδεις αγκυλώσεις και αδυναμίες του ΚΚΕ, δεν επέτρεψαν στο ΕΑΜ να παίξει ηγεμονικό ρόλο μετά τον τερματισμό του αντιφασιστικού αγώνα και να διαδραματίσει κάποιον ιστορικό ρόλο, παρά μόνον ως ανάμνηση και παρακαταθήκη. Οι εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο δεν ήταν άμοιρες των εξελίξεων στην διεθνή πολιτική σκηνή, το ΕΑΜ είχε δυναμική σε ευθεία αντιστοιχία με την ενότητα και την δυναμική του διεθνούς αντιφασιστικού μετώπου, όταν αυτό βρήκε το όριο του αποσαθρώθηκε και το υπόβαθρο της εσωτερικής ενότητας.
Ακόμη και χωρίς θερμό εμφύλιο, αν πχ το ΚΚΕ ακολουθούσε τον δρόμο του PCI (Κ.Κ. Ιταλίας), η εσωτερική συνθήκη για μία χώρα μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και μόνον εξ αιτίας των διαχωριστικών γραμμών της συμφωνίας της Γιάλτας, θα ήταν και πάλι ο δρόμος ενός εθνικού και κοινωνικού διχασμού σίγουρα σε πολύ οξύτερες συνθήκες από ότι στην Ιταλία.
Για τον ελληνικό λαό το πρώτο μισό της δεκαετία του 1940 είναι η τελευταία χρονική περίοδος κατά την οποία έστω και υποτυπωδώς αντιμετώπισε συνθήκες στο διεθνές περιβάλλον σε προοπτική ταύτισης με τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς και τις εθνικές προοπτικές, χειροπιαστό αποτέλεσμα ήταν όχι μόνον η διατήρηση της ενότητας του εθνικού χώρου[4] αλλά και η διεύρυνσή του.
Στην μεταπολεμική εποχή, είτε λόγω λανθασμένων μακροχρόνιων εκτιμήσεων, είτε λόγω αυτοτελούς δυναμικής, όπως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά την Γερμανική ενοποίηση, εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχει παρά μόνον σε συνθήκες εθελοτυφλίας (πχ η άνευ όρων ταύτιση με κάθε βήμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης) η δυναμική της δημιουργίας σταθερού εσωτερικού μετώπου σε ταύτιση με το πλαίσιο των διεθνών σχέσεων.
Ο ακραίος ταξικός διαφορισμός των λίγων, που οφελούνται ατομικά, εκποιώντας εθνική κυριαρχία, από το σύνολο του ελληνικού λαού – αμβλύνθηκε προσωρινά στην μεταπολίτευση με εργαλείο τον εξωτερικό δανεισμό.
Σήμερα πάλι σε συνθήκες όξυνσης του ταξικού διαφορισμού και ανοιχτής πολιτικής εξάρτησης, ποια είναι η διεθνής συνθήκη στην προοπτική της οποίας θα μπορούσε να αξωνισθεί η ενότητα του εσωτερικού μετώπου;
Ένα υποθετικά συνεκτικό[5] πολιτικό υποκείμενο πάνω σε ποιές διεθνείς συμμαχίες και προοπτικές θα μπορούσε να οικοδομήσει ένα ευρύ εσωτερικό μέτωπο;
Παρακάμπτοντας τα ενδιάμεσα βήματα, εν συντομία, η απάντηση θα μπορούσε να βρεθεί στην ξεχασμένη ανάλυση των αντιθέσεων βορρά – νότου και στην οικοδόμηση ενός μετώπου των χωρών του Μεσογειακού Νότου, διαδικασία που πρέπει να συμπεριλάβει και την Γαλλία, χωρίς βέβαια της αποικιακές παλινδρομήσεις της που διαταράσσουν την ευστάθεια του Μεσογειακού χώρου.
Έξοδος από το σημερινό αδιέξοδο μπορεί να υπάρξει μόνον δυναμικά και υπερφαλαγγίζοντας τις αντίπαλες δυνάμεις.
[1] Παρά το βάθος της κρίσης η προς τα αριστερά μετατόπιση του εκλογικού σώματος δεν ξεπερνά δραματικά το εύρος της εκλογικής επιρροής της ΕΔΑ του 1958, συνολικά και προς το παρόν η αριστερά αθροιστικά κινείται στο όριο το 30%. Κύριο αίτιο αυτής αδυναμίας η ανυπαρξία σχεδιασμού εξωτερικής πολιτικής, που θα δημιουργούσε αίσθημα εμπιστοσύνης στα μεσαία στρώματα και στον κεντρώο χώρο.
[2] Η χρήση του όρου νέος δεν πιστοποιεί την ύπαρξη κάποιου «παλαιού σχεδιασμού» αντίθετα η σημερινή κατάληξη οφείλεται στην ανυπαρξία εθνικού σχεδιασμού η βασική επιλογή, δηλαδή ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός αφορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν σχεδόν τίποτα δεν ήταν ίδιο με τα σημερινά δεδομένα, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα εμβαλωματικές παρεμβάσεις αλλοίωσαν κάθε έννοια σχεδιασμού.
[3] Κανένας πλέον δεν μπορεί να διαφύγει από το δεδομένο της διαγενεακής συνέχειας αλλά και της δομικής αντοχής των δομών που τότε τροφοδότησαν την συνεργασία με τα στρατεύματα κατοχής ενώ σήμερα υπερθεματίζουν στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών.
[4] Ούτε λίγο ούτε πολύ 4 Βαλκανικές χώρες κατά την διάρκεια του πολέμου κινήθηκαν αποσχιστηκά απέναντι στον Ελληνικό εθνικό χώρο, η εμπόλεμη Αλβανία, η Βουλγαρία ως κατοχική δύναμη, η μακρινή Ρουμανία και η σύμμαχος στον αντιφασιστικό αγώνα Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ενώ η Τουρκία λάμβανε υποσχέσεις σε βάρος των Ελληνικών συμφερόντων στην περίπτωση εισόδου στον πόλεμο, κάθε ταλάντευση γύρω από την σταθερή επιλογή διεθνούς προσανατολισμού θα είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα.
[5] Στην δεκαετία του 1970 η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ έγινε πάνω σε πολυσυλλεκτικές βάσεις, αντίστοιχα σήμερα η ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την ίδια πορεία χωρίς την καταλυτική παρουσία μίας πατερναλιστικής προσωπικότητας, με τις διεθνείς διασυνδέσεις και την καθεστωτική καταγωγή του Ανδρέα Παπανδρέου, με αυτή την έννοια, η συνθήκη της πολυσυλλεκτικότητας περιπλέκει περαιτέρω την εκδήλωση βούλησης για σαφείς επιλογές στο διεθνές πεδίο.
Kαλημέρα και καλή βδομάδα, τελικά μόλις σήμερα το διάβασα..
Thhanks for a great read