Του Μάρκου Χαρίτου
Οι σχέσεις τις νεώτερης Ελλάδος με το Γερμανικό έθνος, (αρχικά με τα Γερμανικά κράτη που προϋπήρχαν της Γερμανικής ενοποίησης μετά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871), ξεκινούν από τα πρώτα βήματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Όλοι γνωρίζουμε την παρουσία την Βαυαρικής δυναστείας των Wittelsbach που βασίλεψε στην ελλάδα από το 1833 έως το 1862.
Αλλά και ο οίκος των Glücksburg δεν έχει λιγότερο γερμανικές ρίζες, πράγμα που βέβαια ισχύει για ένα πλήθος βασιλικών οικογενειών που κυβερνούν ή κυβέρνησαν ευρωπαϊκές επικράτειες.
Οι παρουσία των δύο αυτών δυναστειών δημιούργησε πολύπλευρες σχέσεις ανάμεσα στο Ελληνικό λαό και στην ανερχόμενη σε όλους τους τομείς Γερμανία του 19ου αιώνα που συνέχισαν και κατά την διάρκεια του 20ου.
Στρατιωτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, επιστήμονες, νομικοί, φιλόσοφοι, με την συμβολή και των σχετικών οικονομικών δεσμών δημιούργησαν τις προϋποθέσεις αισθημάτων θαυμασμού στον ελληνικό λαό για την αλματώδη πρόοδο και τον δυναμισμό του γερμανικού έθνους.
Όμως όταν η ιστορία έφθασε μπροστά στην καμπή του Α΄ Παγκ. Πολέμου ούτε λίγο ούτε πολύ η χώρα μας γνώρισε τον εθνικό διχασμό σαν αποτέλεσμα της εμμονής του Κωνσταντίνου Α΄ να οδηγήσει την Ελλάδα έστω και παθητικά στο πλευρό της Γερμανίας.
Ευτυχώς η διορατική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου έφερε έστω και οριακά την Ελλάδα στην πλευρά των νικητών.
Όμως στην περίοδο 1914-1917, που το Ελληνικό κράτος κρατούσε στάση ουδετερότητας, η συμπεριφορά του Γερμανικού κράτους και των συμμάχων του δηλαδή της Αυστροουγαρίας και της Βουλγαρίας, κάθε άλλο παρά φιλικές υπήρξαν.
Λίγοι Έλληνες γνωρίζουν, ότι το 1916, Γερμανικά και Βουλγαρικά στρατεύματα αφού κατέλαβαν τα οχυρά του Ρούπελ και στην συνέχεια την Καβάλα αμαχητί, «αιχμαλώτισαν φιλικά» το σύνολο σχεδόν του 4ου σώματος στρατού και μετέφεραν περίπου 6500 άνδρες και 100 γυναίκες, στην τότε Γερμανική Σιλεσία σε στρατόπεδο αιχμαλώτων όπου και παρέμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου.
http://agonigrammi.wordpress.com/2011/10/14
Έτσι ανταποκρίθηκε η Γερμανία στην ευμενή ουδετερότητα της Ελλάδος που σχίσθηκε κυριολεκτικά στα δύο για εφαρμοσθεί, παρά την συνταγματική τάξη, η πολιτική του Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος περιφρόνησε δύο φορές το εκλογικό αποτέλεσμα και την αρχή της δεδηλωμένης.
Αργότερα η διχασμένη Ελλάδα ανασυγκρότησε τον στρατό της και έτσι με την συμβολή της στις μάχες του 1918 και ειδικά του Σκρά και τις Δοιράνης, συνέβαλε καθοριστικά στην ανατροπή του Βαλκανικού μετώπου και οδήγησε στο ντόμινο των συνθηκολογήσεων, με πρώτη την Βουλγαρία, που έφερε το τέλος του πολέμου.
Το σκηνικό επαναλαμβάνεται και κατά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο, η Ελλάδα του Μεταξά στρέφει όλο το εξωτερικό εμπόριο της χώρας στην κατεύθυνση των σχεδόν αποκλειστικών σχέσεων με την Γερμανία, το καθεστώς είναι ανοιχτά και απροκάλυπτα όχι μόνον φιλογερμανικό άλλα και φιλοναζιστικό, και όμως την κρίσιμη στιγμή η Γερμανία παρεμβαίνει για σώσει την φασιστική Ιταλία από την καταισχύνη και τον άξονα από μία νέα Βαλκανική ανατροπή, επιβάλλοντας στην Ελλάδα τριπλή κατοχή που δείχνει την μεταπολεμική διαλυτική προοπτική της παρέμβασης της.
Ο Χίτλερ κατόπιν δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει το εκλεκτά αεροναυτικά αγήματα για να καταλάβει και την Κρήτη, ύστερα από αυτή την σκληρή μάχη δεν θα τα χρησιμοποιήσει ποτέ ξανά.
Είναι γνωστή η συμβολή της Ελλάδας στην καθυστέρηση της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα.
Συνοψίζοντας, αυτό που θέλω να επισημάνω με αυτή την αναδρομή, είναι η υπόρρητη ενοχική σχέση της Γερμανίας με την Ελλάδα, ο θαυμασμός για τα επιτεύγματα του Γερμανικού λαού και η φιλική στροφή προς την Γερμανία πληρώθηκε πάντα με το χειρότερο νόμισμα.
Το ίδιο συνέβη και στο τέλος της νέας «φιλογερμανικής» περιόδου που ξεκινά με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών το 1990 και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, ανεπιφύλακτα από την Ελλάδα παρά της διορατικές παρατηρήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου στην συζήτηση στην Ελληνική Βουλή τον Ιούλιο του 1992.
http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=425936
Η Γερμανία έχοντας βαθύτατα αντίθετα γεωπολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα με μία ναυτική χώρα όπως η Ελλάδα δεν χάνει την ευκαιρία όταν βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να επιτεθεί με κάθε μέσον στρατιωτικό ή οικονομικό ενάντια στο «γεωπολιτικό πρόβλημα» που αποτελεί γι’ αυτήν η μικρή ελληνική επικράτεια με τον ατίθασο λαό της.
Ο ελληνικός λαός με κάθε μέσον πρέπει να αναδείξει το άγνωστο ιστορικό βάθος της απωθημένης Γερμανικής ενοχής, όσο και αν η Γερμανία προσπαθεί να το κρύψει.
Η Γερμανία μεθοδικά έχει ανταποδώσει τον θαυμασμό και την διάθεση για φιλικές σχέσεις με ακόρεστη επιθετικότητα, έκφραση των αντίθετων συμφερόντων που οι άφρονες Ελληνικές ηγεσίες παραβλέπουν.
Μπορεί σας λαός να έχουμε χορτάσει με την ανάγνωση της ιστορίας από την οπτική γωνία της θυσίας και της ευγενούς ήττας, όμως δεν πρέπει να υποτιμούμε την αποφασιστική συνεισφορά μας στην προαναφερθείσα ανατροπή του παγωμένου Βαλκανικού μετώπου το 1918, που μαζί με τους ποταμούς αίματος Β΄ Παγκ. Πολέμου έχουν αφήσει βαθύ το σημάδι τους στο σκληρό μέταλλο της Γερμανικής αλαζονείας.
Αυτό που χρειάζονται οι ελληνογερμανικές σχέσεις για να βαδίσουν προς μια νέα ισορροπία είναι παρεμβάσεις εκτός της καθεστηκυίας ενδοτικής γραμμής, όπως ντοκυμανταίρ, ταινίες fiction, τηλεοπτικές σειρές, βιβλία, διαλέξεις εντός και εκτός Ελλάδος που συνολικά να συντείνουν στην ανάδειξη όλων αυτών των διαφορών και των αντιθέσεων και να θυμίζουν χωρίς αναστολές την ελληνική αποφασιστικότητα.