Του Μάρκου Χαρίτου
Όπως και για τα πρόσωπα έτσι και για συλλογικές οντότητες – όπως τα έθνη – αναγκαία συνθήκη για την επίλυση κάθε προβλήματος – αν δεν αφεθούμε στον ενίοτε λυτρωτικό ρόλο της τύχης – είναι τόσο η γνώση της πραγματικότητας όσο και η αυτογνωσία του δρώντος υποκειμένου, αυτά τα δύο μαζί με τη βούληση θα καθορίσουν τις αποφάσεις και τις πράξεις.
Ζούμε ασύνειδα εδώ και δεκαετίες μία σειρά βαθιών αλλαγών του εθνικού περιβάλλοντος που πολλές φορές πήραν τον χαρακτήρα εθνικών καταστροφών τεκτονικού χαρακτήρα, αν όμως εξαιρέσουμε την αποτύπωση του τραύματος της Μικρασιατικής καταστροφής και των τραγικών γεγονότων της δεκαετίας του 1940 στην νεοελληνική τέχνη, δεν έχουμε διαμορφωμένη εθνική συνείδηση του εύρους και του μεγέθους όλων όσων έχουν συμβεί αλλά και της επίδρασής τους στο θυμικό και στην βούληση του ελληνικού λαού.
Προβληματική είναι τόσο η αφομοίωση θετικών γεγονότων ελληνικού ενδιαφέροντος όσο και των αλλαγών κοσμογονικού χαρακτήρα που διέπλασαν ή διαπλάθουν το σύγχρονο ιστορικό τοπείο. Η επίδραση όλων αυτών των αλλαγών σε συνθήκες γνωσιοθεωρητικού κενού, μαζί με τις εκλεπτισμένες τεχνικές εξουσίας που στηρίζονται στην δημιουργική χρήση της σύγχυσης, έχουν εγκαταστήσει τον ελληνικό λαό μέσα σ’ ένα τέλμα αβουλίας. Ενώ έχουμε ανάγκη βαθιάς αλλαγής που θα συμβαδίσει με την αναζήτηση μιας νέας αυτογνωσίας, ζούμε και βιώνουμε τον κόσμο από την οπτική γωνία μιας μεταμοντέρνας[1] όσο και παραδοσιοκρατικής[2] διανοητικής κατάστασης.
Κυρίαρχη είναι η τυφλότητα, η παραμορφωτική αντίληψη, ακόμη και το φοβικό κλείσιμο των ματιών μπροστά στο καινούργιο που οδηγεί αναπόφευκτα σε πνευματική και βουλητική παθητικότητα σαν συνέπεια της άγνοιας, που αν και συνήθως ανομολόγητη δεν σημαίνει πώς δεν βιώνεται. Οι αλλαγές θετικές ή αρνητικές δεν επηρεάζουν την εθνική συνείδηση και η συσσώρευση αναφομοίωτων γεγονότων παρακωλύει έτη περαιτέρω την πνευματική ελαστικότητα απαραίτητη για την δημιουργική προσαρμογή.
Θετικά γεγονότα όπως πχ η απελευθέρωση και η προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους των νησιών του Αιγαίου, της Κρήτης και των Δωδεκανήσων από το 1912-13 μέχρι το 1947, έχουν μετατρέψει το Αιγαίο σε μία κλειστή ελληνική θάλασσα, έχουν επίσης δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια Ελλάδα περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μεμψιμοιρούμε[3] όμως για όλα αυτά με αποτέλεσμα να απέχουμε από μία συνεκτική πολιτική που να εκφράζει αναμφισβήτητα την εκδήλωση της κυριαρχίας μας στο Αιγαίο, παρά τα απολύτως ευνοϊκά δεδομένα.
Από την άλλη πλευρά τραγικά γεγονότα όπως η καταστροφή του Ποντιακού Ελληνισμού, ο ξεριζωμός των Ελληνικών πληθυσμών στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η λησμονιά που τυλίγει τον ελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας, η απώλεια του 40% της Κύπρου, η βαθμιαία βύθιση του ζητήματος της Βόρειας Ηπείρου κλπ αποτελούν εδώ και καιρό ζητήματα περιθωριακά, προβλήματα που δεν αφορούν το αυτοεικόνα του έθνους.
Ακόμη και το πρόβλημα της Κύπρου, αν και διαρκώς παρόν στα τεκταινόμενα παραμένει θαμμένο στο βάθος του εθνικού υποσυνείδητου. Η πρόσληψη του Κυπριακού περισσότερο από οτιδήποτε άλλο καταδεικνύει την ανάγκη για εθνική «ψυχανάλυση».
Με ποιους τρόπους πράγματι, φωτίζουμε, εννοούμε, αποτιμούμε και τελικά καταχωρούμε τα βιώματα και τις εμπειρίες σαν περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης;
Το παράδοξο γεγονός, ότι λόγω της κατοχής η Κύπρος πρακτικά εδώ και 38 χρόνια αποτελεί ένα δεύτερο ελληνικό κράτος, το οποίο πλέον ανήκει στην ίδια ένωση κρατών, την ΕΕ, στην οποία ταυτόχρονα ανήκει και η Ελλάδα, δεν μας προκαλεί καν εντύπωση.
Θα μπορούσαμε άραγε να φανταστούμε την ΕΕ να περιλαμβάνει δύο Γερμανίες, έτσι όπως τις χώρισε η ήττα στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο;
Μπορούν να βρεθούν στον δημόσιο διάλογο ικανοποιητικές απαντήσεις και ερμηνείες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η ΕΕ συμπεριέλαβε στους κόλπους της ένα μικρό κράτος με πρόβλημα στρατιωτικής κατοχής; χαρίζοντας έτσι στο ελληνικό έθνος 2 προεδρίες στον κύκλο των 13,5 ετών της Ευρώπης των 27 κρατών μελών.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι με απείρως πιο πρωτόγονα μέσα επικοινωνίας με σχεδόν ανύπαρκτες δομές παιδείας, και χωρίς τους ιδεολογικούς μηχανισμούς συγκροτημένου κράτους, η αυτοεικόνα του ελληνικού λαού ήδη πριν την επανάσταση του 1821 ήταν συγκροτημένη στην βάση ενός «δυναμικού ρεαλισμού», έστω και με την συμβολή του μύθου, επίτευγμα που δικαίως πρέπει να πιστωθεί στα επιτεύγματα του πρόωρα χαμένου ελληνικού διαφωτισμού.
Η μεταπολεμική παθητική διεθνής πολιτική.
Από τον Μεσοπόλεμο, εποχή κατά την οποία εμφανίσθηκαν αξιόλογα έργα και θεωρητικοί που αποτίμησαν τα νέα διεθνή δεδομένα και συγχρόνως προσπάθησαν να χαράξουν εθνικές στρατηγικές και προοπτικές, δεν έχουν εμφανισθεί έργα ανάλογα – και αν κάπου βρίσκονται αφανή – δεν αποτελούν μέρος του δημόσιου διαλόγου.
Δεν αποτελούν μέρος του δημόσιου διαλόγου πνευματικά έργα που συλλαμβάνουν προς χάριν της εθνικής αυτοσυνείδησης και αυτοεικόνας το μέγεθος των αλλαγών που έφεραν πχ το 1945 ή το 1989. Η απώθηση της ανάγκης καταλήγει σε γενικευμένη απέχθεια για τον σχηματισμό μίας ρεαλιστικής όσο και δυναμικά συγκροτημένης αυτοεικόνας, η έλλειψη αυτή αποκαλύπτεται με αρνητικό τρόπο όταν ο δημόσιος διάλογος καλείται να αντιμετωπίσει – συνήθως φοβικά και πανικόβλητα – την εικόνα που οι άλλοι έχουν για εμάς.
Μία δυναμικά συγκροτημένη αυτοεικόνα συνήθως συνοδεύεται και από την επιθετική εκπομπή της, έτσι ώστε ο οι τρίτοι, φίλοι ή εχθροί να εταιροπροσδιορίζονται στην προβολή των δικών τους απόψεων[4].
Μεταπολεμικά η Ελλάδα ζει παθητικά, είτε στην προοπτική της ταύτιση, είτε της άρνησης, τις συνέπειες των συμφωνιών της Γιάλτας, χωρίς καμία δυνατότητα να δράσει ή έστω να στοχαστεί αυτοτελώς, εντός, εκτός ή παρά το πλαίσιο του δόγματος «ανήκομεν στη Δύση», το μόνο που διαφοροποιεί αυτή την 70χρονη περίοδο είναι ο οφθαλμοφανής διαχωρισμός της σε δύο υποπεριόδους, η 1η από το 1944 μέχρι το 1974 και η 2η από το καλοκαίρι του 1974 μέχρι σήμερα.
(Η μεταεαμική αριστερά είτε ευθέως, είτε υπορρήτως προσβλέποντας στην Σοβιετική Ένωση δεν έβγαινε ουσιαστικά έξω από το πλαίσιο της Γιάλτας, απλά, με ένα εξ ίσου ρηχό σκεπτικό κρέμαγε τις ελπίδες τις στην απέναντι όχθη).
Κατά την πρώτη περίοδο, η Δύση ερμηνεύεται ως μία πλήρης συμμόρφωση και ένταξη στο πλαίσιο του Χάρτη του Ατλαντικού, με απροσχημάτιστη παραδοχή της τετελεσμένης ηγεμονίας χωρών με ατλαντικές προοπτικές, όπως αρχικά ήταν η φθίνουσα Μ. Βρετανία και στην συνέχεια οι ανερχόμενες ΗΠΑ.
Κατά την δεύτερη περίοδο, η αρχική πρόσληψη της ένταξης στην Δύση, στο φως της Κυπριακής καταστροφής και της 7χρονής χούντας ερμηνεύεται ως μια μετατόπιση προς την ΕΟΚ. Τότε ακόμη η ΕΟΚ ήταν έκφραση της διάθεσης συνεργασίας των λαών της Ηπειρωτικής Δυτικής Ευρώπης στην σκιά του αλληλοσπαραγμού και των καταστροφών των δύο παγκοσμίων πολέμων, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι διαδραματίσθηκαν μεν στο Ηπειρωτικό έδαφος κατέληξαν όμως με την αποφασιστική συμβολή και προς όφελος των ΗΠΑ.
Κατά την στιγμή της εκκίνησης η πορεία για μία ενωμένη Ευρώπη αποτέλεσε σύλληψη ανδρών που κινήθηκαν το λιγότερο παράλληλα με τον ανερχόμενο τότε νέο ατλαντικό παράγοντα.
Η, παρά τους ρητορικούς ισχυρισμούς, Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μετά το 1974 και ακόμη περισσότερο μετά το 1980, μόνον ως αυτοεξαπάτηση μπορεί να νοηθεί ως απομάκρυνση από τον ατλαντικό παράγοντα.
Όπως η ΕΟΚ του ψυχρού πολέμου έτσι και η σημερινή ΕΕ δεν διαθέτει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κοινή αμυντική πολιτική, παρά τις διακυρήξεις. Αυτό οφείλετε σε μία ποικιλία λόγων: στις παλιές αντιθέσεις και καχυποψίες, στις αυτόνομες πορείες των δύο πυρηνικών δυνάμεων της Γαλλίας και της Μ. Βρεττανίας, στην προβληματική και μειωμένη εθνική κυριαρχία της Γερμανίας, έτσι όπως αποτυπώνεται στην συνθήκη των 4 + 2 του 1990, κλπ. Το δεδομένο αυτό δεν θα πρέπει βέβαια να μας στεναχωρεί, αν αναλογισθούμε τι θα συνέβαινε αν μια πραγματικά κυρίαρχη Γερμανία επικαθόριζε τις σχέσεις της ΕΕ με χώρες όπως η Τουρκία, για να μην μιλήσουμε για τις σχέσεις με τους γείτονες της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Στην περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης 1974-81, δύο πρωταγωνιστές[5] του προχουντικού σχεδιασμού για την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ συγκρούστηκαν γύρω από το θέμα της προγραμματισμένης ένταξης – που οπισθοδρόμησε λόγω της χουντικής επταετίας, αποκρύπτοντας ο καθένας – για τους δικούς του λόγους – όψεις των πραγματικών δεδομένων[6].
Δύο κύρια συνθήματα που διαμόρφωσαν το πολιτικό τοπείο της εποχής, τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Ελλάς – Γαλλία συμμαχία» ούτε προσέφεραν διαύγαση της τρέχουσας πραγματικότητας, ούτε προετοίμασαν για την είσοδο στο νέο οικονομικό περιβάλλον, ακόμη χειρότερα δεν βοήθησαν στην ψηλάφηση του μέλλοντος της Ευρώπης μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την αναπόφευκτη επανενοποίηση της Γερμανίας, γιατί αργά η γρήγορα θα έφθανε η ώρα της ενωμένης Γερμανίας, πράγμα που θα αύξανε περεταίρω το σχετικό της μέγεθος στο πλαίσιο «της Ευρωπαϊκής οικογένειας».
Όσοι σχεδίασαν με φόντο το «Ελλάς – Γαλλία συμμαχία», ουδεμία πρόνοια έλαβαν για την περίπτωση επανόδου του Γερμανικού παράγοντα, αν και η γενιά τους είχε άμεση εμπειρία των βλέψεων, των εμμονών και των δυνατοτήτων του.
Μέχρι στιγμής έχουμε γνωρίσει δύο εκδοχές της μεταπολεμικής Ευρώπης, την πρώτη της διχοτομημένης και κατεχόμενης Γερμανίας που συμβάδισε με την δημιουργία του περιπόθητου Ευρωπαϊκού κεκτημένου, και την δεύτερη μετά το 1990 που συμβάδισε με την σταδιακή οικοδόμηση μίας Γερμανικής Ευρώπης[7].
Πλέον όλο και εντονότερα θα διαγράφεται ότι μόνον ο Ευρωπαϊκός Νότος μπορεί να προσφέρει τις προκείμενες για μία Ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς τον αδιέξοδο ηγεμονισμό της Γερμανίας.
Προτάσεις περί της μεθόδου.
Στην αναζήτηση τρόπων να στοχαστούμε πάνω στην διαμόρφωση ενός κεντρικού δόγματος αναφορικά με την διεθνή θέση της Ελλάδος, έχει αξία μία σύγκριση με την Γαλλία που έχει προσδιορίσει την Μεσόγειο σαν τον προνομιακό χώρο της γεωπολιτικής της επιρροής.
Ο Braudel, στο έργο του «Η Μεσόγειος και μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β’ της Ισπανίας», περιγράφει τις ιστορικές προκείμενες του γεωπολιτικού δόγματος της Γαλλίας: η Μεσόγειος χωρίζεται στα δύο από το Ιόνιο και την Αδριατική, πάνω ή δίπλα σ’ αυτή την νοητή γραμμή έχουν λάβει χώρα όλες οι μεγάλες ναυμαχίες που έκριναν την ισορροπία ισχύος, Σαλαμίνα, Άκτιο, Ναύπακτος, (ενώ σαν μια ελληνική προσθήκη θα μπορούσαμε να συμπαραθέσουμε και του Ναυαρίνου) .
Η ευστοχία αυτής της αξιωματικής θέσης μπορεί να φωτίσει και τα ελληνικά πράγματα.
Σήμερα, με τον ίδιο μοιραίο τρόπο εκδηλώνοντας την πανάρχαια ιστορική αμεριμνησία του ελληνικού έθνους, ενώ επίκειται πάλι μία τεράστια γεωπολιτική σύγκρουση Ανατολής – Δύσης, βρισκόμαστε να μην διαθέτουμε ούτε καν ένα προσχέδιο εθνικής πολιτικής ή έστω ως αφετηρία, ένα πρόπλασμα εθνικής αυτογνωσίας, για να αντιμετωπίσουμε, το μέγεθος των επερχόμενων αλλαγών ή έστω των άμεσων συνεπειών της σύγκρουσης.
Η εξήγηση είναι απλή, αφελώς έχουμε αποδεχθεί την παραμυθία, ότι εισερχόμενοι στην ΕΟΚ, με ένα μαγικό τρόπο, πηδήξαμε από την άλλη μεριά του προαναφερθέντος γεωπολιτικού άξονα.
Το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι κυρίως οικονομικό, είναι πρωτίστως γεωπολιτικό, επιτείνεται όπως τώρα από την σύγκρουση Βορρά – Νότου, μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως η σύγκρουση των Βόρειων χωρών με την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα με την σύγκρουση Ανατολής – Δύσης.
Και βέβαια με τον όρο Ανατολή δεν εννοείται η Ανατολική Ευρώπη που αποτέλεσε τον άλλο πόλο του Ψυχρού Πολέμου, όσο η τεράστια από κάθε άποψη Ασιατική Ήπειρος, αλλά δυστυχώς και η Βόρειος Αφρική, δυνητικά κομμάτι του Μεσογειακού χώρου που σήμερα ενσωματώνεται ξανά στην ασιατική δυναμική μέσω του Ισλάμ.
Η ισορροπία Βορρά – Νότου είναι κυμαινόμενη μέσα στα πλαίσια του Δυτικό-Ευρωπαϊκού πολιτισμού, (ο Ευρωπαϊκός «προτεσταντικός» Βορράς δεν έχει ξεχάσει την τεράστια δυναμική που μπορεί να αναπτύξει η καθολική Ισπανία[8] και δευτερευόντως η εξ ίσου καθολική Ιταλία).
Άραγε με έναν Ιταλό Πάπα και όχι Γερμανό θα αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα η Ιταλία, ούτε πρέπει να ξεχνάμε ότι με ένα Πολωνό Πάπα ράγισε η μονολιθικότητα του Σοβιετικού μπλοκ.
Οι σημερινές νέες αλλά τόσο γνώριμες συνθήκες.
Στα 1204 σε μία φάση παροξυσμού του παιχνιδιού εξουσίας στο Βυζαντινό αυτοκρατορικό περιβάλλον, μία διερχόμενη στρατιά σταυροφόρων έγινε με πρόσκληση του αυτοκράτορα που άνοιξε τις πύλες της Κωνσταντινούπολής ανέξοδα εισβολέας, ανοίγοντας μία σελίδα της ιστορίας που φέρει τον μάλλον παραπλανητικό τίτλο Φραγκοκρατία, τα καθέκαστα της οποίας λίγο πολύ αγνοούνται από το σύνολο του ελληνικού λαού.
Σήμερα οι «κυρίαρχες» πολιτικές και οικονομικές ελίτ επαναλαμβάνοντας μεμαθημένες συμπεριφορές άνοιξαν τις πύλες στην Δύση με το πρόσχημα του χρέους, πιστεύοντας ότι έτσι θα παραμείνουν επικυρίαρχοι του ελληνικού λαού και διαχειριστές των Ελληνικών εδαφών. Ξέρουν ότι μόνον με την συχνή ανανέωση των δομών υποτέλειας μπορούν να συνεχίσουν να νέμονται την εξουσία, ξεχνούν όμως ένα δίδαγμα που προκύπτει από την σύγκριση με την προαναφερθείσα περίοδο, όταν η ευρύτερη σύγκρουση Ανατολής – Δύσης, οξυνθεί και η περιοχή γίνει αβίωτη, η Δύση μπορεί να επιλέξει την εγκατάλειψη αυτών των εδαφών.
Η Δύση στην ευρεία της έννοια αποσταθεροποιεί τον γεωγραφικό χώρο ύπαρξης του Ελληνικού έθνους με τον ίδιο τρόπο που το έπραξε κατά την περίοδο των σταυροφοριών, τότε η προσπάθεια επέκτασης προς Ανατολάς απέτυχε λόγω αδυναμίας της Δύσης, τώρα η αποσταθεροποίηση της Ισλαμικής ανατολής είναι εκδήλωση αδυναμίας της Δύσης να επιβάλει την κυριαρχία της, έτσι επιλέγει να εμπλακεί σε μία ατελείωτη σειρά περιφερειακών συγκρούσεων που χωρίς να οδηγούν στην νίκη, καταπονούν τον αντίπαλο – αναπόφευκτα όμως διασφαλίζουν και την στρατιωτική εκπαίδευση του αντιπάλου.
Στρεφόμενη πάλι στο ελληνικό πρόβλημα μπορούμε να πούμε ότι η γερασμένη Ευρώπη του Βορρά, δεν θέλει αντιληφθεί το τεράστιο κόστος της συμβίωσης, αλλά και του διαρκούς αγώνα για ισορροπία με τους ανθρώπινους όγκους της Ανατολής, κόστος που για τους Έλληνες ήταν και παραμένει δυσβάστακτο και έτσι η απαλλαγμένη από στρατιωτικές δαπάνες Γερμανία παραδίδει μαθήματα οικονομίας στην ξεζουμισμένη πρωταθλήτρια των πολεμικών δαπανών Ελλάδα
Η Ενωμένη Ευρώπη από την οπτική του Ευρωπαϊκού Βορρά.
Οι ράγες πάνω στις οποίες τέθηκε η μεταπολίτευση, υποδεχόμενη την Ευρωπαϊκή Δύση, ωσάν η ΕΟΚ να ήταν η πανάκεια των ιστορικών μας προβλημάτων, δεν επέτρεψε ούτε τον αναστοχασμό πάνω στα προβλήματα και στις προοπτικές, με αποτέλεσμα η υποτιθέμενη ανασυγκρότηση της κοινωνίας και του κράτους, ύστερα από την καταστροφή στην Κύπρο και την κατάρρευση της Χούντας να γίνει για μία ακόμη φορά με όρους ετεροπροσδιορισμού και με επείσακτους θεσμούς.
Το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και οι Οδηγίες της ΕΕ θα θεράπευαν το δημοκρατικό και θεσμικό έλλειμμα, τα κενά και τις ατέλειες του νομικού μας συστήματος.
Τα διάφορα πακέτα στήριξης θα έφερναν την ανάπτυξη, παρά την αποτυχία να διατηρήσουμε τα κεκτημένα, δηλαδή την ευαίσθητη μεταπολεμική οικονομία μας, από το σοκ της ένταξης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Μετατοπισθήκαμε χωρίς συναίσθηση της ιστορικής μας εμπειρίας, από τον άξονα συμμαχίας με χώρες που είναι θαλάσσιες δυνάμεις (Αγγλία – ΗΠΑ), σε μια συμμαχία με χώρες ηπειρωτικού χαρακτήρα (Γαλλία – Γερμανία), ξεχνώντας ότι παρόμοιες προσπάθειες μετατόπισης του άξονα των γεωστρατηγικών συμμαχιών ήταν η αιτία των τραγωδιών του 20ου αιώνα: σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο, εμφύλιος, Κυπριακό.
Η πρόσδεση της Ελλάδος στο άρμα των ΗΠΑ έστω και με οδυνηρό τρόπο αποτελούσε συνεχή υπόμνηση της γεωπολιτικής σημασίας της χώρας, η πρόσδεση στις Βρυξέλες τι θα μπορούσε άραγε να σηματοδοτεί; Στο συμβολικό επίπεδο οι Βρυξέλες πρωτεύουσα του Βελγίου αποτελούν μία επιλογή να αθροισθούν στα όρια ενός τεχνητού κράτους, τα δύο μεγάλα ρευμάτα της Ευρωπαϊκής ιστορίας, το Λατινικό και το Γερμανικό, το βάρος αυτού του συμβολισμού δείχνει την έλλειψη δυναμικής που εμποδίζει και δεν σηματοδοτεί κάποια κοινή Ευρωπαϊκή προοπτική.
Η κοινή ευρωπαϊκή πορεία θα μπορούσε να υπάρξει μόνον ως δημοκρατική, η γερμανική ηγεμονία δεν ταυτίστηκε ιστορική ποτέ με δημοκρατική προοπτική.
Η Γαλλία ζει με την αγωνία να διατηρήσει άσβεστες τις σπίθες του παλιού μεγαλείου από το οποίο δεν έχει απομείνει κάτι περισσότερο από μία ελπίδα δεύτερου ρόλου στη σφαίρα της Μεσογείου, αφού πρώτα μιλήσουν οι ΗΠΑ.
Η Γερμανία είναι ένας μειωμένης κυριαρχίας, εξαγωγικός γίγαντας, με πήλινα πόδια, δεν διαθέτει πρόσβαση σε πρώτες ύλες, δεν διαθέτει ναυτικό στόλο, πολεμικό ή εμπορικό, δεν ελέγχει χερσαίες οδούς, δεν αποτελεί καν αξιόλογη γεωγραφική οντότητα, δεν κατέχει έστω σε τοπικό επίπεδο σημαίνουσα γεωγραφική θέση, μετά την απώλεια παλαιών πρωσικών εδαφών υπέρ της Πολωνίας και της Ρωσίας, επίσης δεν διαθέτει γεωπολιτική ή πολιτιστική σφαίρα επιρροής, δεν διαθέτει κάτι αντίστοιχο με την γλωσσική επιρροή της Γαλλίας, και ακόμη περισσότερο με τη γλωσσική και πολιτιστική επιρροή των χωρών της Ιβηρικής Χερσονήσου.
Η Γερμανία μέσα στην ταπεινωτική στρατιωτική της αδυναμία, μόνον εκτρωματικές πολιτικές μπορεί να επεξεργαστεί ή να επιδιώξει, όπως πχ τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, πόσο άραγε ωφελήθηκε από αυτήν; Αντίθετα έδωσε στους στρατηγικούς της αντιπάλους, στις ΗΠΑ και στην Μ. Βρετανία την δυνατότητα να πατήσουν ως παράκλητοι πόδι στα πολυπόθητα Βαλκάνια. Το ίδιο και η προς Ανατολάς διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από την παροχή της δυνατότητας στο ΝΑΤΟ άρα στις ΗΠΑ να ελέγχουν καλύτερα την Μεσευρώπη, την Βαλτική και τα Βαλκάνια, σε τι βοηθά τα σχέδια της Γερμανίας, ακόμη και αν ήθελε να συμπορευτεί, όπως το προσπαθεί, με τη Ρωσία για να εξασφαλίσει μία έμμεση επάρκεια σε πρώτες ύλες και ενέργεια, πόσο έχει την δύναμη και την εξουσία να το πράξει ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ;
Απέναντι σε όλα αυτά η Διεθνής πολιτική των ελληνικού ολιγαρχικού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου αδυνατεί να εμβαθύνει στις αντιφάσεις αποσαρθρώνοντας κάθε υπόβαθρο εθνικού σχεδίου.
Δύο μεθοδολογικές παρατηρήσεις.
1. Η παρούσα ανάλυση δεν στηρίζεται σε κάποιον φιλοσοφικό αντιευρωπαϊσμό, καταγωγικά δεν ανατρέχει ούτε στους πρωτοπόρους της στροφής προς την Δύση (Βησσαρίων), αλλά ούτε και στους ανατολίζοντες (είτε τους μετριοπαθείς όπως ο Γεώργιος Σχολάριος, είτε τους ακραίους όπως ο Γεώργιος Αμιρούτζης), εμπνέεται όμως, από την κυριολεκτικά περασμένη από την φωτιά σκέψη του Πλήθωνα, η πρωτοποριακή σκέψη του οποίου διάνοιξε ορίζοντες όχι μόνον για τον ελληνικό λαό λίγο πριν βυθιστεί στο σκοτάδι της τουρκοκρατίας, αλλά και για την εν εξελίξει τότε Αναγέννηση[9].
2. Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία αλλά και τον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο είναι μήτρες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού – πολύ πριν υπάρξει η Ευρώπη με την σημερινή της έννοια – τα εδάφη της αποτελούν την ακρότατη ευρωπαϊκή επικράτεια στο νοτιοανατολικό σύνορο με το χώρο της Ανατολής, έτσι όπως ορίστηκε πιο πάνω. (Η αποτίμηση της Ευρωπαϊκής διάστασης του κράτους του Ισραήλ είναι μία άλλη συζήτηση).
Ο διάλογος όμως πρέπει να πάψει να αφορά στην παλινδρόμηση πάνω στον άξονα ανατολή-δύση, η Ελλάδα είναι μια ναυτική χώρα που γεωγραφικά βρίσκεται πάνω στο σύνορο Ευρώπης-Ασίας, Ευρώπης-Αφρικής και η άμεση χερσαία οικονομική της ενδοχώρα είναι η Μεσευρώπη, χώρος που σήμερα αποτελεί πεδίο πειραματισμών που μπορούν να οδηγήσουν όλη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο σε αστάθεια.
[1] Η σύγχρονη ελληνική διανοητικότητα συνταιριάζει με θαυμαστό τρόπο μεταμοντέρνα στοιχεία με παραδοσιοκρατικά, χωρίς ποτέ να έχουμε βιώσει κάποιον μοντερνισμό, η παραδασιοκρατική αντίληψη προσαρμόζεται βολικά στην μεταμοντέρνα κατάσταση.
[2] Στην εκκίνηση της νέας του ιστορικής εκδήλωσης το ελληνικό έθνος κινήθηκε στην συνέχεια των ωθήσεων που έδωσε ο διαφωτισμός, που διαμόρφωσε το τοπείο των νεότερων χρόνων, στην συνέχεια όμως στην συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους η επιρροή του ρομαντισμού και μάλιστα του γερμανικού είχε έντονη επιρροή στην συγκρότηση των ιδεολογικών μηχανισμών του νεοσύστατου κράτους με αποτέλεσμα το επιστημονικό – ορθολογικό στοιχείο να έχει ελάχιστη συμμετοχή στην δημιουργία του απαραίτητου σώματος γνώσεων και μεθόδων επί των οποίων θα μπορούσε να στηριχθεί μία διαυγής αυτογνωσία καθώς και η δημιουργία μιας αυθεντικής αυτοεικόνας του έθνους. Για το καχεκτικό ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα, έννοιες όπως ο ουμανισμός, ο θετικισμός ή ο εμπειρισμός δεν έχουν καμία συμβολή στη διαμόρφωση της νεοελληνικής αυτοσυνείδησης. Μοιραία κατάληξη ο εγκλωβισμός στην παράδοση και στα ερμηνευτικά σχήματα της αδιατάρακτης συνέχειας που απεργάστηκε ο Παπαρηγόπουλος.
[3] Με το πανί και το κουπί ο ελληνικός λαός άσκησε για χιλιάδες χρόνια σχεδόν αδιάλειπτα την κυριαρχία του πάνω στο χώρο του Αιγαίου, σήμερα με διαθέσιμα όλα τα νέα τεχνικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ή να δημιουργηθούν κατά περίπτωση – για τον σκοπό της επικοινωνίας, της συγκοινωνίας, της παραγωγής ή της μεταφορά ενέργειας, της ύδρευσης και για την γενικότερη διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας – η άσκηση κυριαρχίας περιορίζεται από την άνευ ορίων αβελτηρία του ελληνικού κράτους. Ακόμα χειρότερα από την άποψη του στρατηγικού σχεδιασμού για την προάσπιση της θαλάσσιας ελληνικής επικράτειας όχι μόνο κινούμεθα λάθος Ανατολικά αλλά και Δυτικά, όταν έχουμε επιτρέψει στην ναυτικά ανύπαρκτη Αλβανία να παρακωλύει την εκμετάλευση της ΑΟΖ κοινού ενδιαφέροντος, αντιγράφοντας τακτικές από την Τουρκική εξωτερική πολιτική.
[4] Ένα «λαμπρό» παράδειγμα αυτοεικόνας προσφέρει η φιλμογραφία του γαλλικού κινηματογράφου στον τρόπο πρόσληψης και προβολής της εικόνας της Γαλλίας κατά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο. Οι γαλλικές ταινίες που αναφέρονται στην εποχή τονίζουν την Γερμανική ενοχή, αποσιωπούν ή υποβαθμίζουν το ρόλο του καθεστώτος του Βισύ και αγιογραφούν μία εικόνα γαλλικού αντιστασιακού μεγαλείου. Επιτυγχάνουν έτσι ένα διπλό αποτέλεσμα κρατάνε στριμωγμένη στην γωνία την άλλη άκρη του γαλλογερμανικού άξονα και προλαβαίνουν κάθε άλλη ερμηνεία των γεγονότων που πιθανών θα αναδείκνυε τις σκοτεινές πλευρές του καθεστώτος Βισύ που κατά την διάρκεια του πολέμου παρέμεινε μια πραγματικότητα όχι μόνον στο εθνικό έδαφος αλλά και σε εκτεταμένα αποικιακά εδάφη.
[5] Ο Κων/νος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η επιλογή να αναλάβει (1960-4) την ηγεσία του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών – (μετά το 1964 ΚΕΠΕ), ο Α. Παπανδρέου καθηγητής τότε στο Berkley και υιός του ηγέτη της αντιπολίτευσης, αποτέλεσε εκδήλωση εθνικής συναίνεσης των ηγετών των δύο παρατάξεων, ΕΡΕ και Κέντρου πάνω στο θέμα των οικονομικών προοπτικών της χώρας.
[6] Ο κόσμος τις δεκαετίας του 1970 ουδεμία σχέση είχε με αυτόν της δεκαετίας του 1960, στο οικονομικό επίπεδο μετά την κατάρρευση του συστήματος του Breτton Woods αλλά και με την ανάδυση του νέου τοπείου που αφορά στην μετάβαση από τον Ατλαντισμό στον κόσμο του Ειρηνικού. Η σύγκρουση Ιαπωνίας – ΗΠΑ κατά τον Β΄Παγκ. Πόλεμο έδειξε ξεκάθαρα ότι μία νέα εποχή έχει αρχίσει, βλέπε πχ το βιβλίο του GeoffreyBaraclough, Εισαγωγή στη σύγχρονη ιστορία, 1964, Ελληνική έκδοση 1985, Κάλβος.
[7] Η ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στην Βουλή ( http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=425936 ) στην συζήτηση για την έγκριση της συνθήκης του Μάαστριχτ και η αντιπαράθεση του με των Κων/νο Μητσοτάκη, μπορεί από μόνη της να διασώσει την υστεροφημία του. Οι ξεκάθαρα Βενιζελικές ρίζες της πολιτικής του Α. Παπανδρέου επιβεβαιώνονται και αντιστρόφως από την συγκεκριμένη τοποθέτηση.
[8] Οι χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου διαθέτουν όπως και η Μ. Βρετανία, ατλαντική, προοπτική αλλά και δυνατότητες παρέμβασης στον Ειρηνικό.
[9] Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων συμμετέχοντας στην περίοδο 1437-39 στην Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας, με την προσωπικότητα και με το έργο του «Περὶ ὧν Ἀριστοτέλης πρὸς Πλάτωνα διαφέρεται» (στα Λατινικά γνωστό ως De Differentiis), ενέπνευσε στον Cosimo de’ Medici την ίδρυση της Accademia Platonicα, η οποία ιδρύθηκε το 1462, υπό την διεύθυνση αρχικά του Marsilio Ficino και συνέχισε μέχρι το 1522, υπό την διεύθυνση του Francesco Zanoli Cattani da Diacceto. Η επιρροή της στους αναγεννησιακούς κύκλους της Ευρώπης ήταν εξαιρετικά σημαντική, χωρίς να είναι στην κυριολεξία εκπαιδευτικό ίδρυμα, όσο κύκλος ανθρώπων που συνδέονταν με πνευματικούς και ηθικούς δεσμούς. (Marian Ciszewski, http://ptta.pl/pef/haslaen/a/academyflorentine.pdf )