charitosm Μάρκος Χαρίτος

theory, fine arts, decoration, cinema, poetry, history

Οι Έλληνες και ο Χριστιανισμός

Πορτραίτο γυναίκας , σπάραγμα από σάβανο, τέμπερα σε λινό, με προσθήκες από γύψο και φύλλο χρυσού, Μουσείο Μπενάκη (6877). Διαστάσεις 0,64 Χ 0,38 μ.. Περίοδος Σεβήρων, 193 - 235 μ.Χ..Η εμβληματική μετωπικότητα είναι πιό σημαντική από την απεικόνιση της συγκεκριμένης γυναίκας. Η εικονιζόμενη στο ένα χέρι βαστάει πρωτοχριστιανικό(;) σταυρό ενώ με την ανασηκωμένη παλάμη του άλλου χεριού διώχνει το κακό. Αραγε είναι πιστή του τελευταίου παγανιστικού θεού, του Αντίνοου, ή μήπως είναι βγαλμένη από τις λειτουργίες των πρώτων χριστιανών; Η Αγία Φωτεινή στην τοιχογραφία του 14ου αιώνα (Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών, Ηράκλειο) βαστάει τον σταυρό στο δεξί της χέρι σηκώνοντας την παλάμη του αριστερού. Θα μπορούσε να θεωρηθεί απόηχος και μοιάζει σαν η αντανάκλαση στον καθρέφτη της κοπέλας του Μουσείου Μπενάκη.http://www.ics.forth.gr/isl/fayum/

Πορτραίτο γυναίκας , σπάραγμα από σάβανο, τέμπερα σε λινό, με προσθήκες από γύψο και φύλλο χρυσού, Μουσείο Μπενάκη (6877). Διαστάσεις 0,64 Χ 0,38 μ.. Περίοδος Σεβήρων, 193 – 235 μ.Χ..
Η εμβληματική μετωπικότητα είναι πιό σημαντική από την απεικόνιση της συγκεκριμένης γυναίκας. Η εικονιζόμενη στο ένα χέρι βαστάει πρωτοχριστιανικό(;) σταυρό ενώ με την ανασηκωμένη παλάμη του άλλου χεριού διώχνει το κακό. Αραγε είναι πιστή του τελευταίου παγανιστικού θεού, του Αντίνοου, ή μήπως είναι βγαλμένη από τις λειτουργίες των πρώτων χριστιανών; Η Αγία Φωτεινή στην τοιχογραφία του 14ου αιώνα (Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών, Ηράκλειο) βαστάει τον σταυρό στο δεξί της χέρι σηκώνοντας την παλάμη του αριστερού. Θα μπορούσε να θεωρηθεί απόηχος και μοιάζει σαν η αντανάκλαση στον καθρέφτη της κοπέλας του Μουσείου Μπενάκη.
http://www.ics.forth.gr/isl/fayum/

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Του Μάρκου Χαρίτου

Ένας ιστορικός και πολιτικός απολογισμός.

 Αν υπάρχει ένας τρόπος να γίνει ένας διάλογος πάνω στη συνάντηση Χριστιανισμού – Ελληνισμού[1], χωρίς να είναι διάλογος κωφών, τότε θα πρέπει να αφορά το παρόν αλλά κυρίως το μέλλον αυτής της συνάντησης, προηγουμένως όμως χρειάζεται προσπάθεια αποτίμησης της ενδιάμεσης μακροχρόνιας πορείας συνύπαρξης, ορίζοντας με ειλικρίνεια το επιθυμητό  και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την προτεινόμενη μελλοντική πορεία.

Ποιος Χριστιανισμός;

Τίθεται αναγκαία το ερώτημα ποιες είναι οι πνευματικές, πολιτικές, πολιτιστικές και λοιπές προϋποθέσεις του χριστιανισμού.

Και επιπλέον ποιου χριστιανισμού, αυτού που προκύπτει από την ψηλάφηση του σώματος της ιστορίας ή κάποιας ιδεατής εκδοχής που υποτίθεται ότι υπήρξε ή μέλλει να υπάρξει ;

Δεν είναι βέβαια ίδιος ο προκωνσταντινικός, πρώιμος χριστιανισμός με τις πολυσχιδείς διαφορετικές εκδοχές του, με το θεσμισμένο υπό την επίβλεψη της ρωμαϊκής διοίκησης, προϊόν των οικουμενικών συνόδων που στην καθ’ ημάς Ανατολή παίρνει το τελικό του σχήμα μετά την λήξη της εικονομαχίας;

Γιατί βέβαια τα θέσμια του χριστιανισμού δεν προέρχονται από τους πατέρες της εκκλησίας, το έργο των οποίων είναι ατομικό και καλύπτει πλήθος απόψεων και ερμηνειών, αλλά από το «συνταγματικό» έργο των οικουμενικών συνόδων και την μακροχρόνια παράδοση της πρακτικής του μηχανισμού της εκκλησίας νοούμενης κατά βάσιν ως κλήρου και ως μοναχισμού, με αυτή την έννοια κάθε παραλλαγή του χριστιανισμού είναι αυτονόητα αποτέλεσμα της ιστορικής του πορείας και καταγωγής που διαμόρφωσαν την συγκεκριμένη θεσμική του μορφή.

Η πολυεδρικότητα του ελληνικού πολιτισμού.

Από την άλλη πλευρά τίποτα δεν είναι πιο παραπλανητικό  από το να εκλαμβάνουμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό σαν κάτι το μονολιθικό και ενιαίο.

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές όψεις και προοπτικές που σχετίζονται με τον τόπο ή την εποχή, πλην όμως το ειδικό άρωμα δίνεται από την δημοκρατική του συνιστώσα, που είναι και το πλέον πρωτότυπο παιδί αυτού του πολιτισμού. Θεωρώντας πάντα ότι η ουσία της δημοκρατίας στην ελληνική της εκδοχή – καμία σχέση με την ρωμαϊκή res publica  – εδράζεται πάνω στην λογική ικανότητα του ανθρώπου και στην ισοσθένεια των λόγων.

Πάνω σ’ αυτά τα στοιχεία εδράζεται όχι μόνον η δημοκρατία, αλλά και η επιστήμη, νοούμενη, όχι απλά σαν αποτελεσματική τεχνική ικανότητα, αλλά σαν ανάπτυξη ενός τρόπου σκέψης πού προσπαθεί να συλλάβει το όλον θέτοντας συνεχώς τα πάντα υπό συζήτηση.

Οι Έλληνες γνώριζαν την αξία της ιστορικής γνώσης. (Είναι γνωστή η ιστορική αμεροληψία του Ομήρου, ενώ στο έργο του Ηροδότου και του Θουκυδίδη συναντάμε την συγκρότηση της ιστορίας σαν επιστήμης). Είχαν όμως την ανδρεία, ούτε να πιστεύουν ούτε να πείθονται ότι η ιστορία έχει κάποιο σχέδιο πού λειτουργεί υπέρ τους.

Οι ρίζες και οι συνιστώσες του Χριστιανισμού.

Στο ξεκίνημα του ο χριστιανισμός εκλαΐκευσε την εβραϊκή ιδέα ότι η ιστορία έχει κάποιο σχέδιο πού βαδίζει προς τον θρίαμβο του Ισραήλ και τον καταποντισμό των απίστων. Στην συνέχεια όμως κατέληξε να είναι ένας ελληνορωμαϊοεβραϊσμός, κάτι σύμμεικτο από την ιστορική λατρεία των Εβραίων, τις αιώνιες εξωιστορικές ουσίες του ελληνικού πολιτισμού και το ρωμαϊκό ολιγαρχικό – αυτοκρατορικό μοντέλο διοίκησης.

Το μείγμα είναι κολλώδες, μπορείς να κολλήσεις μ’ αυτό μια αυτοκρατορία που αποσυντίθεται, είναι δύσκολο όμως να την κάνεις να λειτουργήσει.

Η λειτουργικές μετατροπές και η τάση για επάνοδο στο αρχικό μέιγμα.

Προς χάριν της λειτουργικότητας και όσο ακόμη ήταν ζωντανός ο Μέγας Κωνσταντίνος διαμορφώθηκε από τον Ευσέβιο της Καισάρειας ένα πολιτειακό μοντέλο που έθετε – κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα – το ιερό πρόσωπο[2] του αυτοκράτορα υπεράνω όλων. Το μοντέλο αυτό, ούτε καθιερώθηκε, ούτε στην πράξη λειτούργησε. (Ο άλλοτε υπόγειος άλλοτε φανερός ανταγωνισμός αυτοκράτορα και εκκλησίας διαπερνά όλη την Βυζαντινή ιστορία και λήγει  με  νίκη της Εκκλησίας μέσα όμως στο πλαίσιο της Οθωμανικής παρέκβασης).

Για το καλύτερο ή για το χειρότερο, κάθε προσπάθεια μετακένωσης σφρίγους μέσα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία συνιστά προσπάθεια διαχωρισμού των τριών στοιχείων που περιγράφονται ανωτέρω με αποτέλεσμα την διάλυση του κόσμου που έγινε προσπάθεια να συγκολληθεί αρχικά.

Το χριστιανικό ιδεολόγημα για να γίνει πρακτικά χρήσιμο χρήζει υπερερμηνείας υπέρ κάποιων από τα τρία στοιχεία και ει δυνατόν μετακένωση σφρίγους ή με πιο απλά λόγια αίματος από κάποιον εξωτερικό παράγοντα.

Η ελληνορθόδοξη εκδοχή, όπως συγκροτείται κατά την εποχή της νίκης των εικονολατρών, παραμένει μέχρι σήμερα πιστή στο αρχικό δόγμα, άρα και στην ιδεολογία της πάση θυσία συγκόλλησης. Κάθε αλλαγή είναι προς το κακό (με την γνωστή του γλαφυρότητα το έθεσε και ο Χριστόδουλος: να μην αλλάξει τίποτε).

Κάθε άλλη προσπάθεια διέσπασε  τα τρία στοιχεία – εβραϊκό, ελληνικό ρωμαϊκό – και άλλαξε την μεταξύ τους ισορροπία, με την παράλληλη μετακένωση κάποιου νέου σφρίγους.

Πρώτοι οι εικονομάχοι επαναφέροντας την θεωρία του Ευσεβίου μείωσαν την επίδραση του ελληνικού στοιχείου με μετακένωση σφρίγους από τα ανατολικά θέματα.

Το ύστερο Βυζάντιο διαλύεται υπέρ του ελληνικού στοιχείου και εκεί η σωτηρία αναζητήθηκε στους Οθωμανούς πού υπέθαλψαν τον εγκλωβισμό του αναδυομένου νέου Ελληνισμού στην υποταγμένη στις Οθωμανικές δομές Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το Δυτικό καθολικό μοντέλο υπερτόνισε το Ρωμαϊκό στοιχείο, μείωσε στο εβραϊκό και υπέταξε το ελληνικό μετακενώνοντας γερμανικό αίμα. Αυτό που προέκυψε ήταν μία οξύτατη διαμάχη Αυτοκράτορα και Πάπα, (για την σύγκρουση αυτή, κοσμικής και ιερής εξουσίας, η καλύτερη λύση δόθηκε στα πλαίσια της Γαλλικής (Φραγκικής – France) μοναρχίας με την εξαναγκαστική υπαγωγή της Εκκλησίας στο σύμπαν της Μοναρχική ιεραρχίας).

Στην Ρωσία από τον Ιβάν το Τρομερό μέχρι τον Μεγάλο Πέτρο διαμορφώνεται ένα ιδιότυπο μοντέλο πού ντύνει με Βυζαντινά ενδύματα έναν Μογγόλο αυτοκράτορα απομακρυνόμενη και από τις τρείς συνιστώσες, εβραϊκή, ρωμαϊκή και ελληνική.

Ο Προτεσταντισμός, βασικό στοιχείο του οποίου είναι η υπαγωγή της εκκλησίας στην κοσμική εξουσία[3], μέσα από μια μακρά πορεία πέτυχε την αποτελεσματικότερη και επί του παρόντος κοσμοκρατούσα παραλλαγή, έδωσε τον χώρο της πίστης και της ιστορίας στο εβραϊκό στοιχείο, όπως του αξίζει, της επιστήμης στο ελληνικό και της διοίκησης στο ανακαινισμένο ρωμαϊκό υπόδειγμα, του οποίου αξιοποιεί κατά περίπτωση και τις δύο μορφές και τη Res Publica (ΗΠΑ) και το Imperium (Βρετανία). Η μετακένωση προήλθε από τους λαούς της βορειοδυτικής Ευρώπης. Στον σύγχρονο κόσμο η παρουσία τους και η ηγεμονία τους είναι γνωστή με τον παραπλανητικό τίτλο «αγγλοσάξονες» (WASP: White Anglo-Saxon protestant). Όταν αναφερόμαστε στο κυρίαρχο προτεσταντικό στοιχείο ο τίτλος «Νορμανδοί» είναι ακριβέστερος.

Οι χαμένοι και οι κερδισμένοι.

Ο χριστιανισμός είναι μια πραγματικότητα πού μετρά περίπου 2000 χρόνια ζωής. Κάνοντας τον απολογισμό αυτής της πορείας υπάρχουν οι ωφελημένοι και οι ζημιωμένοι. Δεν μπορούμε βέβαια να εκλάβουμε τον χριστιανισμό σαν κάτι το ενιαίο άρα είναι αναγκαία η κατά περίπτωση αποτίμηση.

Στον χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής η ορθοδοξία ήταν πάντα μία αμυντική συντηρητική επιλογή, πιο πολύ νοιάζεται για το παρελθόν και τα κεκτημένα, παρά για το μέλλον. Απέτυχε να αντιμετώπιση την ραγδαία εξάπλωση του Ισλάμ παρά την επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων του προβλήματος που φαίνεται ότι είχαν οι αυτοκράτορες, απέτυχε να ισορροπήσει και να ενσωματώσει πολιτισμικά τους Σλαύους[4], απέτυχε να αντιμετωπίσει τους Σταυροφόρους, απέτυχε να αντιμετώπιση τους Τούρκους, αρνήθηκε να κατανοήσει την ανάδυση των εθνών στην μετά την Γαλλική επανάσταση εποχή, πράγμα που στα βαλκάνια οδήγησε σε εχθρικές προς την ελληνορθόδοξη παραλλαγές της ορθοδοξίας.

Τι πέτυχε; να διατηρήσει τα προνόμια της Ελληνορθόδοξης ολιγαρχίας, η οποία, αφού πλήρωσε ηθελημένα ή αθέλητα τον ανάλογο φόρο αίματος στους Οθωμανούς, εθίσθηκε στον γνωστό ενδοτικό της ρόλο, την εθελόδουλη υπαγωγή της σε ανατολικά, δυτικά, βόρεια, νότια και δεν συμμαζεύεται κέντρα εξουσίας.

Οι λαοί που βρέθηκαν στην σφαίρα επιρροής τού Βυζαντίου έθρεψαν με τις ίδιες τους τις σάρκες τούς Σελτζούκους και τούς Οθωμανούς Τούρκους. Η ορθοδοξία, όμως, παρέμεινε ορθοδοξία, έστω κι αν η αποστολική διαδοχή για τον προκαθήμενο της  δευτέρας Ρώμης συνεχίστηκε διά μέσω του Μωάμεθ του Β’ του πορθητή.

Οι λαοί πού βρέθηκαν στην σφαίρα επιρροής του καθολικισμού, ενσωμάτωσαν με αποτελεσματικό τρόπο τους γειτονικούς σε αυτούς Σλαύους. Οι Σλοβάκοι, οι Σλοβένοι, οι Πολωνοί, οι Κροάτες, αλλά και οι μη Σλαύοι Ούγγροι είναι κομμάτια τής ευρύτερης καθολικής παράδοσης, αποδεχόμενοι πλήρως την πρωτοκαθεδρία της πρώτης Ρώμης.

Ποιος θα μπορούσε να πει το αντίστοιχο για τούς νότιους και ανατολικούς Σλαύους, ότι δηλαδή αποτελούν κομμάτια τής ευρύτερης ελληνορθόδοξης παράδοσης που αποδέχεται την θεωρία της δευτέρας Ρώμης (της Κωνσταντινούπολης).

Η ηγεμονική Ρωσική ορθοδοξία αποδέχεται τη θεωρία της τρίτης Ρώμης (της Μόσχας). Η μοσχοβίτικη ορθοδοξία διεκδικεί – όχι χωρίς τα ανάλογα προσόντα, τουλάχιστον από την άποψη του σφρίγους και της ισχύος – έναν ηγεμονικό ρόλο μεταξύ των Ορθοδόξων, κι αυτό το πικρό μάθημα δεν λένε να το καταλάβουν οι ανιστόρητοι ταγοί της ελληνικής ορθοδοξίας, όπως άλλωστε δεν το κατάλαβαν και τα ξαδέλφια τους του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

Με το Ισλάμ ο καθολικισμός συνάντησε τεράστιες δυσκολίες στα ανατολικά, οι σταυροφορίες όχι μόνον απέτυχαν αλλά δημιούργησαν το ρήγμα μέσα από το οποίο εισχώρησαν οι Τούρκοι στα Ευρωπαϊκά εδάφη, που στην συνέχεια έφθασαν αλλεπάλληλες φορές μέχρι την Βιέννη, αντίθετα δυτικά από νωρίς φάνηκε να παίρνει το πάνω χέρι (στο Πουατιέ το 732 μ.χ.) και λίγο νοτιότερα από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων στα 1500 ξεκίνησε η προσπάθεια, αφού πρώτα επανακατακτήθηκε η Ιβηρική, να υπερφαλαγγισθεί η κυριαρχία τού Ισλάμ στους δρόμους προς την Ανατολή, με απώτερη αν και απροσδόκητη συνέπεια να τεθεί ο Νέος Κόσμος στην τροχιά της Δύσης.

Εν τέλει η πλέον πετυχημένη παραλλαγή τού χριστιανισμού ήρθε από τον προτεσταντισμό.

Με τον προτεσταντισμό των βόρειων λαών τής Δύσης οι μάζες μπήκαν στην ιστορία, αυτό δηλαδή πού πέτυχε το Ισλάμ από τον 7° μ.Χ. αιώνα.

Σύγκριση των τριών βασικών χριστιανικών ομολογιών

Οι τρεις μεγάλες σύγχρονες δυνάμεις του χριστιανισμού, ο προτεσταντισμός, ο καθολικισμός και η ρωσοσλαυική ορθοδοξία διαθέτουν τεράστιες δυνάμεις σε πολλαπλά επίπεδα και στις μεταξύ τους διαμάχες και ως προς τρίτους. Κάνοντας μία συγκριτική αποτίμηση και των τριών μπορούμε να πούμε τα εξής:

Η αδυναμία τού προτεσταντισμού και της Ρωσικής ορθοδοξίας βρίσκεται στην ανικανότητα τους να αφομοιώσουν μαζικά νέους πληθυσμούς και άρα περιοχές, αντίθετα σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το μακροπρόθεσμο πλεονέκτημα του καθολικισμού που διαθέτει την ικανότητα να αφομοιώνει νέο αίμα εντάσσοντας τους νεοπροσήλυτους στον οργανισμό του.

Τις τελευταίες δεκαετίες ο καθολικισμός αντιπαρατέθηκε και νίκησε τον «ορθόδοξο» ρωσικό μαρξισμό στην Πολωνία, πλαγιοκόπησε τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης με την θεολογία τής απελευθέρωσης στην Ν. Αμερική, ενώ στον κρίσιμο χώρο Ινδικού – Ειρηνικού αντιπαρατίθεται και ισορροπεί με το Ισλάμ (Φιλιππίνες – Ινδονησία).

Στον χώρο τής Ν. Αμερικής δοκιμάζεται ένα νέο λατινοκαθολικό χαρμάνι. (Η στήριξη της Κούβας από την Ισπανία και τον Πάπα αποτελεί ένα ορατό παράδειγμα των περίπλοκων διαδικασιών). Σε ένα δεύτερο πλάνο η άνοδος τού λατινοκαθολικού στοιχείου στις ΗΠΑ αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση έναντι των προτεσταντών μέσα στο ίδιό τους το γήπεδο.

Αυτό πού απουσιάζει παντελώς είναι υποτιθέμενες δυνάμεις της ελληνικής ορθοδοξίας, γιατί όσο και αν οι ταγοί της φέρουν και περιφέρουν τίτλους κενούς περιεχομένου, το ερώτημα παραμένει ένα και απλό γιατί οι Έλληνες να παραμένουν εγκλωβισμένοι στους απίθανους σχεδιασμούς τους και στις ιστορικές τους ονειρώξεις, (μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ πολλούς ανόητα θερμαίνει η ιδέα της πνευματικής ηγεμονίας επί των ορθόδοξων σλαύων, μια ηγεμονία που ούτε καν σε επίπεδο πραγματικής πνευματικής παραγωγής δεν έχει τις προϋποθέσεις. Όλοι οι μείζονες ορθόδοξοι διανοητές των τελευταίων 150 χρόνων είναι σλαύοι ή ακριβέστερα Ρώσοι, Μπερντιάεφ, Σεστόβ, πατήρ Φλωρόφσκι, Ντοστογιέφσκι κλπ Δυστυχώς διανοητές όπως πχ ο Παπαδιαμάντης ή ο Βυζυηνός δεν βρήκαν αντιστοιχία ανάμεσα στο ταλέντο τους και στην κοινωνία στην οποία απευθύνονταν με αποτέλεσμα το έργο τους να μην αποκτήσει το Ύψος αλλά και την παγκοσμιότητα που θα του ταίριαζε).

Οι πιθανότητες θραύσης του Βυζαντινού κελύφους.

Μέσα στο δύσκολο διεθνές περιβάλλον της παρούσης συγκυρίας δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση οι δυνάμεις του ελληνικού έθνους να παραμείνουν εντός του  παραδοσιακού[5] χριστιανικού/βυζαντινού πλαισίου:

α) γιατί το παρελθόν και η ιστορική πείρα δεν συνηγορούν στο να δοθεί μία ακόμη ευκαιρία στην ορθόδοξη προοπτική,

β) γιατί το κεκτημένο του νέου Ελληνικού κράτους βασίζεται στην αναγέννηση του ελληνικού στοιχείου, διαδικασία που παρέμεινε ημιτελής και που αναζητά την ολοκλήρωση της. Κάθε βυζαντινό ιδεολόγημα αντιμάχεται την Ελληνική αναγέννηση στις ουσιώδεις προκείμενες πού είναι βαθύτατα δημοκρατικές και αντιαυτοκρατορικές.

γ) γιατί ο υπαρκτός ελληνικός ορθόδοξος χριστιανισμός στις τρεις βασικές εκδοχές του: ελλαδική εκκλησία, πατριαρχεία και μοναχισμός δεν κρύβει το φιλομοναρχικό πολιτικό του πιστεύω και τούς δεσμούς του με τον οίκο των Γλύξμπουργκ. (Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις σλαυορθόδοξες παραλλαγές και τις αντίστοιχες δυναστείες).

Αν έχει μείνει μία σταλιά νοημοσύνης και διορατικότητας σ’ όλους αυτούς πού ονειρεύονται ή πείθονται στην δυνατότητα μίας δημοκρατικής ορθοδοξίας, καλό θα ήταν να αντιληφθούν ότι κάθε βυζαντινή αναγέννηση οδηγεί αναγκαστικά σε κάποιο είδος μοναρχικής επανίδρυσης.

Τις τελευταίες δεκαετίες το νεορθόδοξο στρατήγημα ανακαίνισε την ορθόδοξη παράδοση και έδωσε ξανά στην ορθοδοξία την αίγλη τής πίστης (το κατά πόσον είναι ζωντανή είναι ένα άλλο ζήτημα), αργά ή γρήγορα το ανανεωμένο κοινό θα αναζητήσει ή θα αποδεχθεί την ολοκλήρωση τής πνευματικής εμπειρίας και στο πολιτικό – πολιτειακό επίπεδο.

Οι ολιγαρχικές δομές της ορθοδοξίας

Η ουσία τής ιστορίας κατά το εβραϊκό πρότυπο είναι η γενεαλογία. Εκεί είναι πού συμφωνούν προτεσταντική ολιγαρχία και εβραϊσμός υπερτονίζοντας το φυλετικό στοιχείο. Η εβραϊκή θρησκεία είναι μία λατρεία τής γενεαλογίας και της ιστορίας τού Ισραήλ.

Ο χριστιανισμός στην προ Κωνσταντίνου περίοδο ήταν μία προσπάθεια υπέρβασης τής Ρωμαϊκής, αλλά και τής Εβραϊκής ολιγαρχίας μέσα στα πλαίσια μίας λαϊκής αγροτικού χαρακτήρα αίρεσης εβραϊκής καταγωγής και ενδιαφέροντος (με χρήση τού μεσσιανικού ιδεολογήματος και με επίκληση της γνήσιας από τον Δαυίδ καταγωγής του Ιησού). Με τον Παύλο αυτό το σχήμα μεταφέρεται στην πολυφυλετική κοινωνία των πόλεων τής εποχής. Εκεί αποσυνδέεται από το εβραϊκό ιστορικό περιβάλλον. Η υπέρβαση γίνεται στο ιδεολογικό επίπεδο και οργανωτικό σχήμα αυτής τής ιδεολογίας (πού διακήρυξε την ισότητα των φυλών) είναι η εκκλησία.

Το οργανωτικό – ιδεολογικό πρότυπο τής Εκκλησίας μέσα σε κοινωνικό περιβάλλον πολυφυλετισμού υποκαθιστά την υπαρκτή αλλά σε υποχώρηση γενεαλογία των φυλετικών κοινωνιών του αρχαίου κόσμου με μία νέα αυτοδημιούργητη πνευματική γενεαλογία.

Οι εκκλησίες αναγεννούν με το βάπτισμα και εντάσσουν τούς πιστούς σε μία πνευματική γενεαλογία, όλο το τελετουργικό και η καθημερινή πραχτική δίνουν την εντύπωση ότι ο Χριστιανός ανήκει σ’ ένα προνομιακό «γένος». Το εορτολόγιο, οι κατάλογοι διαδοχής των επισκόπων και των πατριαρχών, οι καυγάδες για το πρωτείο συντηρούν αυτήν την ψευδαίσθηση της μετοχής σε ένα ολιγαρχικό συμπάν.

Οι ολιγαρχίες είναι αξονισμένες γύρω από τις εξ αίματος γενεαλογίες τους, οι χριστιανικές εκκλησίες δημιουργούν ένα αντίπαλο δέος στην ολιγαρχία, με την δημιουργία μιας οργανωτικής γραφειοκρατικής ιεραρχίας που διαθέτει όμως την δική της ιερή γενεαλογία, θεωρητικά προσιτή σε όλους. Γύρω απ’ αυτούς τούς άξονες σε ένα μείγμα άπειρων παραλλαγών κινούνται οι κοινωνίες πού βρέθηκαν στην τροχιά τού χριστιανισμού.

Στον Δυτικό χριστιανισμό διάφορες εκδοχές του προτεσταντισμού έχουν υπαρκτή και ιστορικά αναντίρρητη συμβολή στα νεότερα αντιολιγαρχικά κινήματα καθώς και την δική τους συμβολή στην δημιουργία των σύγχρονων δημοκρατιών και στην θεμελίωση των ατομικών δικαιωμάτων. Με την εξαίρεση του ριζοσπαστισμού στα Επτάνησα, που είχε σημαντική ορθόδοξη παράμετρο[6] το αντιολιγαρχικό και ακόμη περισσότερο το αντιμοναρχικο ρεύμα είναι ανύπαρκτο στην ελληνική ορθοδοξία.

Οι προκείμενες της δημοκρατίας σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό παράδειγμα.

Το αίτημα τής αρχαίας δημοκρατίας παραμένει λίγο πολύ ξένο με τις αναζητήσεις του σύγχρονου Δήμου. Η τραγικότητα της δημοκρατικής αναζήτησης στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία σχετίζεται με την αδυναμία να βρεθεί το νήμα της δημοκρατίας εκεί όπου το άφησε η αρχαία Ελλάδα, (παρά την κοπιώδη μεταναγεννησιακή προσπάθεια).

Η αρχαία δημοκρατία ήταν όχι λιγότερο από όλα τα άλλα μία πάλη για την αλλαγή ενός κυρίαρχου πολιτιστικού ολιγαρχικού προτύπου, το υπέρτατο καλλιτεχνικό δημιούργημα της αθηναϊκής Δημοκρατίας η τραγωδία διαφοροποιείται απόλυτα από την καλλιτεχνική παράδοση των Ομηρικών επών. Υποσύνολο αυτής της πολιτικής/πολιτιστικής πάλης ήταν και η απαραίτητη οικονομική αποκατάσταση τού Δήμου.

Σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο τα πληβειακά κινήματα – όπως αρχετυπικά εμφανίζονται στους ταξικούς αγώνες της ρεπουμπλικανικής  Ρώμης – ασχολούνται με την ανακατανομή τού πλούτου με πολιορκητικό κριό συνωμοτικές/γραφειοκρατικές δομές, αποτέλεσμα της νίκης είναι ή αυτοτελής ή διαμοιρασμένη με την ολιγαρχία νομή τής εξουσίας και τού πλούτου χωρίς βαθειά αλλαγή τού πολιτιστικού προτύπου.

Η δημοκρατία δεν μπορεί να στεριώσει παρά στην βάση ενός κοινού δημοκρατικού πολιτισμού, που αναλαμβάνει μέσο της παιδείας και της τέχνης να διαπλάσει τον πολίτη. Αυτό ήταν το πείραμα πού έλαβε χώρα στην αρχαία Ελλάδα. Στον Θουκυδίδη, στον Αριστοτέλη βρίσκουμε αρκετά στοιχεία, όπως και διάσπαρτα σ’ όλη την Ελληνική γραμματεία.

Το παράδειγμα τής αρχαίας Αθήνας και η τεράστια πολιτιστική προσπάθεια των ηγετών τής Δημοκρατικής παράταξης που δεν ήταν μόνον η αύξηση του μεριδίου πολιτισμού που αντιστοιχούσε στον Δήμο αλλά και η υιοθέτηση ενός διαφορετικού πολιτισμικού πλαισίου, δείχνει ότι υπήρχε απόλυτη συνειδητοποίηση της ανάγκης ενός πολιτισμού πού θα αποτελεί την ραχοκοκαλιά και το έδαφος τής δημοκρατίας[7].

Αντίθετα από τις ιδεολογίες πού πιστεύουν ότι ο πολιτισμός είναι μία υπερδομή, ο πολιτισμός είναι εργαλείο κοινωνικής δημιουργίας, και αποτελεί απαραίτητη υποδομή, αλλά και γύμνασμα στις προκείμενες ενός κοινωνικού και πολιτειακού μορφώματος.

Οι ταξικοί αγώνες στην αρχαιότητα κυρίως δόθηκαν πάνω στο στενό πεδίο τού αναδασμού ή του διαμοιρασμού της γης. Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική το σχέδιο τού Θεμιστοκλή για επέκταση της ναυτικής δυνάμεως της Αθήνας αποτελεί μία ευφυιά υπέρβαση του στενού οικονομικού πεδίου που συνιστούσε ο αγροτικός τομέας.

Η ερμηνεία και ο χειρισμός τού ζητήματος της ναυτικής ισχύος συνιστά κομβικό ζήτημα στην πάλη ολιγαρχίας και δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα.

Στην αρχαία Αθήνα δόθηκε μία ιστορικά πρωτότυπη δημοκρατική ερμηνεία στην ναυτική επέκταση που πολύ γρήγορα στο πρόσωπο τού Κίμωνα, ο οποίος ήταν πολιτικός αντίπαλος τού Θεμιστοκλή, ήρθε η ολιγαρχική απάντηση.

Η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο έθεσε την δημοκρατία εκτός ιστορικής τροχιάς, αν και σαν πολιτειακό μόρφωμα συνέχισε να υπάρχει για εκατοντάδες χρόνια μετά.

Ελληνισμός και αυτοκρατορία

Ο Ελληνισμός είναι το προϊόν μίας αυτοκρατορικής ερμηνείας του Ελληνικού πολιτισμού και παίρνει την τελική του μορφή κατά τους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ρίζες αυτής τής διαδικασίας βρίσκονται στο πολιτειακό και πολιτισμικό έργο των Ελληνιστικών βασιλείων, πάνω στην κληρονομία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτή η διαδικασία καλύπτει διάστημα μεγαλύτερο από μισής χιλιετίας, άρα για να είμαστε ακριβείς μία περιοδολόγηση είναι αναγκαία, άλλως ανακατεύουμε τελείως διαφορετικά πράγματα.

 Οι σχέση Ελλήνων και Χριστιανισμού.

Σ’ αυτό το σημείο είναι πλέον ώριμη η απάντηση τού ερωτήματος, ποια η σχέση Ελλήνων και Χριστιανισμού, γιατί όντως το Ελληνοχριστιανικό μείγμα είναι ιστορικά υπαρκτό και δεν συνιστά βέβαια ούτε ένα ιστορικό ατύχημα, αλλά ούτε και μία ευτυχή ιστορική πορεία με δεδομένα το προηγηθέντα ιστορικά επιτεύγματα.

Οι Έλληνες αναζήτησαν και αναζητούν στην Εκκλησία την μεταφυσική και οργανωτική λύση τού προβλήματος της ηγεσίας που αφ’ ενός δεν μπόρεσε να τους δώσει- ούτε τούς δίνει- η ελληνική ολιγαρχία και αφ’ ετέρου δεν μπορούν μέσα από δημοκρατική οδό να δώσουν οι ίδιοι στον εαυτό τους, αιρούμενοι στο ύψος του πολίτη.

Η σχέση Ελλήνων και Χριστιανισμού είναι περίπλοκη, δεν είναι σχέση αντίθεσης, αλλά σχέση συνύπαρξης σε κοινό περιβάλλον τριών παραγόντων, Ελλήνων, ολιγαρχίας και εκκλησίας.

Η άνοδος τού χριστιανισμού και της Εκκλησίας είναι δείκτης ανόδου τής ολιγαρχικής προοπτικής και μείωσης τής δημοκρατικής.

Το πρόβλημα της ισχύος.

Το ιδιάζον στοιχείο της σχέσης Ελλήνων και Χριστιανισμού σχετίζεται με το πρόβλημα της ισχύος.

Οι Έλληνες βρίσκονται πάλι μπροστά σε μία κρίσιμη καμπή, η βαθειά κρίση νομιμοποίησης που διέρχονται οι καθεστωτικέ δομές δίνει την δυνατότητα να αμφισβητηθούν οι δομές υποτέλειας, κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να συμβαδίσει με την διατήρηση του πολιτικού συμπλέγματος της Ελληνικής ολιγαρχίας στην κορυφή της ηγεσίας, αλλά ούτε και με το ψυχολογικό σύμπλεγμα κατωτερότητας πού αυτή καλλιεργεί, βάσει του οποίου οι Έλληνες δεν πρέπει να αμφισβητούν την ψαλιδισμένη ισχύ πού τούς παραχωρείται μέσα στο υφιστάμενο σύστημα δυνάμεων.

Το πρόβλημα βρίσκεται στην μέχρι σήμερα ανικανότητα των Ελλήνων να δημιουργήσουν μία ιθαγενή δημοκρατική θεωρία και στρατηγική ισχύος που είναι απαραίτητη για να στηριχτεί η προσπάθεια για πολιτική αυτοτέλεια.

Μία θεωρία πού δεν θα προσφεύγει σε κανένα εισαγόμενο υπόδειγμα (ρωμαϊκό, εβραϊκό, δυτικό, ανατολικό κ.λ.π.)

Η εκκλησία και ο χριστιανισμός αποτελούν δείκτη αντιστρόφως ανάλογο με την άνοδο τού δημοκρατικού αιτήματος και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά στοιχεία στην προσπάθεια σταθεροποίησης της ελληνικής ολιγαρχίας.

Αν οι Έλληνες αδράξουν την στιγμή, αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και απεκδυθούν τα ράκη της ρωμιοσύνης, θα πάψουν να ταυτίζονται με το πάσχουν θείο της ορθοδοξίας, βγάζοντας μια για πάντα τον καημό της ρωμιοσύνης από τα στήθη τους.


[1] Ο όρος Ελληνισμός γεννά περισσότερα προβλήματα ερμηνείας απ’ όσα λύνει με την βολική του χρήση.

[2] Το καθαρά υπέρτατο θρησκευτικό λειτούργημα του Pontifex Maximus το κατείχε ο ρωμαίος Αυτοκράτωρ, ο τίτλος αυτός από καιρό ανήκει στον καθολικό  Πάπα).

[3] Χωρίς αυτό να αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη περισσότερο ή λιγότερο αντικρατικών ή αντιεξουσιαστικών προτεσταντικών ομολογιών, πχ οι Amish, οι Μορμόνοι, που τρέφουν ιδιαίτερη δυσπιστία απέναντι στην κεντρική κρατική εξουσία

[4] Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν οι ορθόδοξοι σλαύοι χρησιμοποιούσαν – κατ’ αναλογίαν με το λατινικό για τους καθολικούς σλαύους – κάποια παραλλαγή του το ελληνικού αλφαβήτου. Παρ΄ όλα αυτά ανοήτως η ελληνική ορθοδοξία παινευέται ότι έδωσε αλφάβητο στους σλαύους, δηλαδή ότι τους απέκοψε μια για πάντα από τον κορμό της. Η αδιαφορία της ελληνικής ορθοδοξίας τα κατάφερε έτσι ώστε το αλβανικό αλφάβητο να έχει για βάση του το λατινικό.

[5] Ο όρος παραδοσιακό αντιστοιχεί με την κατά παράδοση εκδοχή της ρωμιοσύνης που έχει άμεση καταγωγή από το Βυζάντιο της παρακμής ενώ έχει εγκολπωθεί την διαδρομή και τις επιδράσεις της τουρκοκρατίας, η ρωμαϊκή πλευρά του Βυζαντίου δυστυχώς έχει ελάχιστη επιρροή στην πρόσληψη του

[6] Ο κοινωνική σύνταξη στα Επτάνησα, λόγω της βενετσιάνικης παρουσίας είχε μία τελείως διαφορετική πορεία από αυτήν της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, στα Επτάνησα υπήρχε καθαρόαιμη φεουδαρχία και όχι τιμαριωτισμός, παράλληλα βιώθηκαν και μάλιστα με άμεσο και έντονο τρόπο οι συνέπιες της Γαλλικής επανάστασης. Συνολικά για περισσότερο από 500 χρόνια αυτή η ελληνική περιοχή διέφυγε των συνεπειών της τουρκοκρατίας.

[7] Ο Δάμων ο Αθηναίος ήταν δάσκαλος, μουσικός, σύμβουλος και φίλος του Περικλή, είναι γνωστός κυρίως μέσω των αναφορών που υπάρχουν στον Πλάτωνα (Πολιτέια, Λάχης),  μέσα από αυτές τις αναφορές διαπιστώνουμε την βαθύτητα και το βεληνεκές αυτού του προβληματισμού, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι αν και δεν ήταν πολιτικός οστρακίστηκε. Στην Πολιτεία (Δ, 424C) ο Πλάτων διασώζει μεταξύ άλλων την φράση του:

«οὐδαμοῦ γὰρ κινοῦνται μουσικῆς τρόποι ἄνευ πολιτικῶν νόμων τῶν μεγίστων»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Πληροφορίες

This entry was posted on 4 Μαρτίου, 2012 by in πολιτική θεωρία.

Πλοήγηση

Αρέσει σε %d bloggers: