charitosm Μάρκος Χαρίτος

theory, fine arts, decoration, cinema, poetry, history

Η δυναμική μιάς έλλειψης (αρχική εκδοχή)

empty throne

Του Μάρκου Χαρίτου

Το κείμενο αυτό ολοκληρώθηκε στις 16/1/2012, πριν την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου που θα καταγραφεί σαν το σημείο έναρξης της πλήρους ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού.

  1. Τα βαθύτερα αίτια μιας ομαδικής πολιτικής αφωνίας και αφλογιστίας

Αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις αξίζει να παρατηρήσουμε την έλλειψη πολιτικής βούλησης που εκδηλώθηκε στον πολιτικό χώρο του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 2009.

Για δυόμιση περίπου χρόνια  παρατηρούμε το μέγεθος της ανοχής και της αβουλίας που διαμορφώθηκε μέσα στο ΠΑΣΟΚ απέναντι σε μία πολιτική που επιβλήθηκε από τον Διάδοχο και τη αυλή του σαν αναπόφευκτη, ψηφίσθηκε στα τυφλά και εφαρμόσθηκε με διαδικασίες που αρμόζουν περισσότερο σε έκτακτο στρατοδικείο παρά σε κοινοβουλευτικό πολίτευμα και εφαρμόσθηκε για να οδηγήσει την οικονομία στα τάρταρα, τον λαό στην κατάθλιψη και το πολιτικό εμβαδόν του ΠΑΣΟΚ στην εκμηδένιση.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα σχεδόν όλα τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας, εκτός των παρακοιμωμένων, ιδιωτικά είτε διαφωνούσαν, έχοντας κάποια άλλη άποψη, είτε αδυνατούσαν να κατανοήσουν την λογική των μέτρων, την ίδια στιγμή που με τεράστιο πολιτικό κόστος τα ψήφιζαν, τα στήριζαν και πρακτικά ακόμη και σήμερα τα στηρίζουν, με την διαφορά ότι τώρα πλέον όλοι κατά μόνας και δημοσίως διαφωνούν, αλλά εντός του κοινοβουλίου – σε μια εκδήλωση ομαδικής πολιτικής αυτοκτονίας – εν σώματι συνεχίζουν να τα στηρίζουν.

Έχει ιδιαίτερο ιστορικό και όχι λιγότερο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον ότι κανένα διαδικαστικό μέσο δεν χρησιμοποιείται είτε απ’ όσους παραμένουν είτε απ’ όσους έχουν αποχωρήσει για να εκδηλωθεί κάποια αποτελεσματική πολιτικά αντίδραση, πρώτη ένδειξη της οποίας θα ήταν, όχι η προσωπικά εξιλεωτική αποχώρηση, αλλά η πρακτικά αποτελεσματική αντίδραση με κάθε πρόσφορο μέσον: χρήση του καταστατικού του ΠΑΣΟΚ, του κανονισμού της βουλής, επίκληση συνταγματικών κανόνων, προσφυγή στην βάση του κόμματος, στο λαό κλπ

Πολιτικά έχει ενδιαφέρον και χρήζει ερμηνείας, το γεγονός ότι οι προσωπικές πορείες αποχώρησης από την κοινοβουλευτική ομάδα ή τον προσωπικό μηχανισμό του ηγεμόνος, από τον Οκτώβρη του 2009 μέχρι σήμερα, δεν έχουν κανένα πολιτικό βάρος, δεν κατέτειναν σε κάποια κοινή πορεία αυτών που αποχώρησαν και τελικά όχι μόνον δεν αναιρούν την πολιτική ανικανότητα στη οποία έχει περιέλθει ο χώρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά την επιβεβαιώνουν περίτρανα.

Η πολιτική αυτή δυσανεξία δεν μπορεί παρά να εκφράζει βαθύτερα αίτια, τα οποία λόγω της κρίσης αναδεικνύονται όλο και καθαρότερα. Την ίδια στιγμή αποτελεί δείκτη μιας έλλειψης, που πλέον ούτε μπαλώνεται ούτε μπορεί να αποκρυβεί, η έλλειψη αυτή αφορά στην απουσία ενός εθνικού σχεδίου πάνω στο οποίο θα μπορούσε να εκφρασθεί και να αξονισθεί το ενιαίο της εθνικής βούλησης, σε δημοκρατική κατεύθυνση.

Είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη σχεδίου που αφήνει αλώβητη την τελματική σύνταξη συμφερόντων ως έχει, οδηγώντας τελικά σε λύσεις που αποσυνθέτουν την κοινωνία σε ένα πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων ομαδικού ή ατομικού χαρακτήρα και πιστοποιείται από τον εγκλωβισμό σε σχήματα συντηρητικά και αντιδημοκρατικά.

Η χρήση του όρου δημοκρατία δεν αφορά στην ύπαρξη τυπικών πολιτικών κανόνων και νομικών δικαιωμάτων η άσκηση των οποίων διασφαλίζεται μόνον υποθετικά (λογίζονται μεν ως δικαιώματα, ασκούνται όμως ως προσωρινού χαρακτήρα προνόμια, μονομερώς ανακαλούμενα), αλλά στην δυναμική εκείνη κατάσταση κατά την οποία οι δυνάμεις του Δήμου συμμαχούν και αγωνίζονται για να επιτύχουν και για όσο πετυχαίνουν την αύξηση του μεριδίου συμμετοχής στην κατανομή της εξουσίας και στην διανομή των διαθεσίμων οικονομικών πόρων.

  1. Ένα ερμηνευτικό σχήμα

Τα αίτια που μας οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση δεν είναι συγκυριακά ή τυχαία αλλά αφορούν στην δομή και στον τρόπο συγκρότησης της νέου ελληνικού κράτους. Χρειάζεται λοιπόν ένα ερμηνευτικό σχήμα που να αξιολογεί και να ερμηνεύει την πορεία των τελευταίων 190 χρόνων μετρώντας από το 1821.

Τα 190 αυτά χρόνια μπορούν να χωρισθούν σε δύο περιόδους, η πρώτη από το 1821 μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 και η δεύτερη, από το ορόσημο των Βαλκανικών πολέμων μέχρι σήμερα, που αγγίζουμε πλέον το όριο της δεύτερης αυτής περιόδου.

Η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από την οικονομική και δημογραφική ανάκαμψη των ελληνικών πληθυσμών, την σταθερή ανάπτυξη ενός ιδιότυπου ελληνικού αστισμού στα μεγάλα αστικά κέντρα τριών αυτοκρατοριών, της οθωμανικής, της αυστροουγγρικής και της ρώσικης, που αποτελούσαν έναν ενιαίο οικονομικό χώρο[1], ενώ την ίδια στιγμή δεν ήταν μικρότερης σημασίας ο δυναμισμός του διαλόγου με της υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις της εποχής και κυρίως με την Μ. Βρετανία και την Γαλλία, ο αστισμός αυτός είχε έναν κατ’ εξοχήν παροικιακό χαρακτήρα και σε σχέση με την καχεκτική ανάπτυξη των αστικών δομών, στην τότε μικρή Ελλάδα, διέθετε το δικό του ειδικό βάρος στις εντός του ελληνικού κράτους εξελίξεις, αλλά κυρίως στον διεθνή προσανατολισμό της χώρας, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε συσχετισμών.

Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με τον χρυσό αιώνα της Βρετανικής αυτοκρατορίας, άρα μιλάμε για ένα διεθνές περιβάλλον με εξαιρετική σταθερότητα, συγκριτικά  με την περίοδο από το 1914 μέχρι σήμερα, ενώ ταυτόχρονα ένα κυρίαρχο μοτίβο της επόμενης περιόδου, δηλαδή η αμοιβαία απονομιμοποίηση των πολιτικών επιλογών των αντιπάλων μπλοκ, απουσιάζει ευεργετικά, με συνέπεια την πλήρη ακμή του Δυτικού Αστικού πολιτισμού κατά την διάρκεια μιας λίγο-πολύ ειρηνικής εκατονταετούς περιόδου (1815-1914).

Το επίτευγμα της πρώτης αυτής περιόδου είναι η δημιουργία ενός βιώσιμου ελληνικού κράτους, επίτευγμα που όμως δεν συνέπεσε με την δημιουργία συνθηκών κοινωνικά βαρύνοντος αστικού βίου και την εμφάνιση αστικής τάξης στον Ελλαδικό χώρο, παρά μόνον σε θνησιγενείς θύλακες ή πιο ευρέως μόνον με την μίμηση αστικών φαινοτύπων.

α. Αυτό που μπορεί να υπερβάλει το μέγεθος της πραγματικής επιρροής των «αστικών δυνάμεων»  του έθνους σ’ αυτή την περίοδο είναι το γεγονός ότι σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο το εθνικό σχέδιο αυτής της περιόδου (η μεγάλη ιδέα) δεν απαιτούσε ρήξεις, καθότι η ανάκτηση και η ενοποίηση του εθνικού χώρου μπορούσε να ερμηνευθεί κατά το δοκούν, είτε απ’ αυτούς που επιθυμούσαν μια βυζαντινή επανίδρυση (παραβλέποντας τις συνέπιες της οθωμανικής κατάκτησης αλλά και τον νεοπαγή, ανερχόμενο τότε τουρκικό εθνικισμό), είτε απ’ αυτούς που επιθυμούσαν ένα ελληνικό εθνικό κράτος, άξιο να ακολουθήσει και να συμβαδίσει με την τότε ακμάζουσα Δύση. Παρά τις αντιθέσεις τους, οι οπαδοί του ελληνοοθωμανικού ιδεώδους και οι εθνοκεντριστές, μπόρεσαν πρακτικά να συμπέσουν το 1912-13.

 β. Λύση όμως στο πρόβλημα της καχεξίας στην εμφάνιση και στην ανάπτυξη αστικής πολιτικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων ούτε δόθηκε ούτε έχει δοθεί, ταυτόχρονα ενώ υφίστανται στρώματα πολιτικά και οικονομικά προεξάρχοντα δεν εμφανίζουν παρά τις διαρκείς μεταλλάξεις τα χαρακτηριστικά και τον δυναμισμό μιας πραγματικά κυρίαρχης άρχουσας τάξης.

Όποια και αν είναι η ερμηνεία αυτής της έλλειψης δύσκολα κανείς διαφωνεί με το γεγονός ότι όντως κάτι λείπει, έτσι που η ταύτιση με την αστική και καπιταλιστική Δύση να παραμένει άπιαστο ιδανικό.

Αλλά και τίποτα άλλο δεν έχει αναδειχθεί ικανό να ηγηθεί μίας «φυσιολογικής εξέλιξης» κατά τα Δυτικά πρότυπα, πχ κάποιος άλλος παράγοντας όπως ένα κόμμα, ή ένας ισχυρός πολιτειακός θεσμός που λειτουργώντας ηγεμονικά να προσφέρει την καθοδήγηση και την πειθαρχία που απαιτεί η συγκρότηση ισχυρού κράτους και οικονομίας, (όπως πχ συνέβη με την περίπτωση της Ρωσίας και της Ιαπωνίας).

Το ποιο κοντινό φαινόμενο που στα ελληνικά δεδομένα λειτουργεί σαν θεσμός αναπλήρωσης ή υποκατάστασης της έλλειψης αστικής τάξης είναι ο Βενιζελισμός και οι μεταλλάξεις του.

 γ. Επίσης από ιδρύσεως το νέο ελληνικό κράτος συντροφεύεται από την παρουσία μιας πληθώρας εξωγενών επιρροών – παρόντων ήδη από την εποχή των σταυροφοριών – που μεταφέρουν τις διεθνείς αντιθέσεις μέσα στην καρδιά όχι μόνον του ελληνικού κράτους – οξύνοντας παθολογικά τις πολιτικές αντιθέσεις, αλλά και της οικονομίας και της κοινωνίας.

Η δεύτερη περίοδος αντίθετα μπορεί άνετα να χαρακτηρισθεί ως η εκατονταετία των καταστροφών – παρά το ορμητικό ξεκίνημα στην περίοδο 1917-1920. Τα ιστορικά δεδομένα πιστοποιούν: αντιστροφή της δημογραφικής αύξησης με περισσότερο ή λιγότερο βίαιους τρόπους, εθνικό διχασμό και συνθήκες ψυχρής ή θερμής εμφύλιας διαμάχης για περίπου 60 χρόνια (1915 έως 1974), εθνικές καταστροφές: μικρασιατική-ποντιακή 1922-23, εμφύλιος 1943-49, Κωνσταντινούπολη 1942-1964, Κύπρος 1974, διάλυση του ιστού των παροικιών που περιγράψαμε ανωτέρω με ταυτόχρονη καταστροφή του ενιαίου οικονομικού χώρου στην περίοδο από το 1914 μέχρι το 1956 (ακόμη και παρά την φιλική προς την Αίγυπτο στάση του Ελληνικού κράτους στην κρίση του Σουέζ δεν αποφεύχθηκε η απέλαση της Αιγυπτιωτών Ελλήνων).

Η δημιουργία του Κυπριακού κράτους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία όσο προείσπραξη των αντίλυτρων για την Εθνική καταστροφή του 1974, άλλωστε καμία σχέση δεν έχει με την προαναγγελθείσα ένωση, ένα κράτος που εκτός από την παρουσία των κυρίαρχων αγγλικών βάσεων[2], παραμένει διχοτομημένο για τα 37 από τα συνολικά 52 χρόνια της ύπαρξης του.

Το θετικό επίτευγμα στην δεύτερη περίοδο είναι η εξαιρετική ανάπτυξη των ελληνικών παροικιών στον Νέο Κόσμο και στην Αυστραλία-Νέα Ζηλανδία, περιοχές που όμως βρίσκονται σε τεράστια απόσταση από την Εθνική εστία και τον παραδοσιακό χώρο κίνησης των ελληνικών πληθυσμών. (Μέχρι στιγμής οι νέες αυτές παροικίες δεν εντάσσονται στα πλαίσια κάποιου εθνικού σχεδιασμού, πράγμα που ούτως ή άλλως είναι δύσκολο, πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα αδυνατεί, να συλλάβει και να εκφράσει την απολύτως αναγκαία μεσογειακή πολιτική, το να εκπονήσει πολιτική υπερπόντιου χαρακτήρα θα ήταν μάλλον οξύμωρο).

Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η συγκρότηση διεθνών μπλοκ με αντίθετα σε σημείο αλληλοεξόντωσης συμφέροντα. Αρχικά η διαίρεση σε δύο μπλοκ, Κεντρικές δυνάμεις – Αγγλογαλλική συνεννόηση και κατόπιν Ανατολικό – Δυτικό μπλοκ. (Στον σημερινό πολυπολικό κόσμο η Δύση παροξύνει ανιστόρητα την θερμή αντιπαράθεση με τον Ισλαμικό κόσμο).

Το ορόσημο του 1914 μπορεί να θεωρηθεί ότι σηματοδοτεί την έναρξη της αποδόμησης του ευρωπαϊκού αστικού οικοδομήματος στα πολιτικά ήθη, στον πολιτισμό, στην τέχνη, στην φιλοσοφία, μόνον η τεχνική συνεχίζει με υπερτροφικό τρόπο να αναπτύσσεται υποσκελίζοντας σταδιακά την επιστήμη.

Μία παράλογη ιδέα συντροφεύει το Ελληνικό έθνος τα τελευταία 100 χρόνια, ενώ ο Ευρώπη και ευρύτερα η Δύση βρίσκεται σε πορεία παρακμής και αποσάθρωσης του αστικού παραδείγματος, το μόνο υποκατάστατο εθνικής στρατηγικής που έχει διατυπωθεί είναι μία σωτηριολογική ταύτιση-εξάρτηση με την Δύση. Ιδεολογικά αυτή η παθολογική ταύτιση-εξάρτηση που ενίοτε καταλήγει σε απώθηση, βασίζεται πάνω σε  μια ιδεοληπτική εικόνα της Δύσης, στην φιλοτέχνιση της οποίας, περισσότερο ή λιγότερο μακρινές έννοιες, όπως: διαφωτισμός, φιλελληνισμός, καπιταλισμός, πρόοδος, φιλελευθερισμός, δημοκρατία κλπ συνεισφέρουν στην δημιουργία ενός κοσμοειδώλου, χωρίς σαφή και κατά περίπτωση επίκαιρη ιστορική αποτίμηση, η επίδραση του οποίου στην νεοελληνική ψυχοσύνθεση λειτουργεί ευνουχιστικά.

Στον αντίποδα ο εξ ίσου σωτηριολογικός φιλοσοβιετισμός της κομμουνιστικής αριστεράς δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τον ιδιότυπο πανσλαυϊκό χαρακτήρα του σοβιετικού κράτους και την αντίδρομη πορεία του με την συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, επιπροσθέτως την ίδια περίοδο η σοβιετική πολιτική αντιμετώπισης των εθνικών μειονοτήτων δημιούργησε ένα παντελώς αρνητικό υπόλοιπο για την μακραίωνη παρουσία ελληνικών πληθυσμών στην σοβιετική επικράτεια.

  1. Η ευθύνη των πολιτικών ελίτ και ο ιστορικός ρόλος του Βενιζελισμού και της πολιτικής του κληρονομιάς

Σήμερα είναι φανερή η ιστορική ευθύνη των ελληνικών πολιτικών ελίτ για την παρούσα επιδείνωση μίας κρίσης που προετοιμάζεται από την παντελή απουσία όχι, μόνον εθνικού σχεδίου αλλά έστω απλής επίγνωσης της διεθνούς θέσης του ελληνικού κράτους, έλλειψη που ήταν φανερή ήδη από την δεκαετία του 1950, αν όχι από του 1930. (Το νέο ελληνικό κράτος ιδρύθηκε όταν η Δύση θριάμβευε έναντι της Ανατολής, σήμερα η ανασύνταξη και η ισχυροποίηση της Ανατολής ασκεί εκ των πραγμάτων τεράστια πίεση πάνω στον ελληνικό κράτος).

Κρίσιμο ιστορικά στοιχείο της δεύτερης περιόδού είναι η συνεχής παρουσία του ιδιότυπου αυτού πολιτικού υποκειμένου, του Βενιζελισμού και η ποικιλόμορφη εξελικτική του πορεία μέσα στον χρόνο. Συγκρότηση και πορεία που όμως συσκοτίζεται από τις επιτυχίες που συνδέονται με την ελπιδοφόρα εμφάνιση της Βενιζελικής δυναμικής στην περίοδο 1910-1913.

Η κοινωνική δυναμική του χώρου που μεταπολεμικά εκφράσθηκε από το Κέντρο και μεταπολιτευτικά από το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην συνέχεια της δυναμικής που ανέδειξε και παγίωσε την ύπαρξη του Βενιζελικού χώρου, η δυναμική αυτή έλκει την καταγωγή της από μία έλλειψη, την έλλειψη αστικών δομών και αστικής τάξης στην Ελλάδα.

Η πραγματικότητα αυτής της έλλειψης συνειδητοποιείται με μεγαλύτερη σφοδρότητα από κοινωνικές δυνάμεις και στρώματα που ιστορικά δεν θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο ή να διαθέτουν την ικανότητα να επιτύχουν την συγκρότηση μιας αστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας, σπάζοντας τις παραδοσιοκρατικές δομές τις ελληνικής κοινωνίας που βασίζονται στις δομές της υπόδουλης Ρωμιωσίνης και του ύστερου Βυζάντιου μαζί με κάποιες δόσεις Φραγκοκρατίας, Ενετοκρατίας κλπ.

Παρά την αδυναμία τους, τα στρώματα αυτά μπόρεσαν να συγκροτηθούν στις αρχές του 20ου αιώνα, σε ένα ιδιότυπο πολυσυλλεκτικό πολιτικό μόρφωμα (που στην συνέχεια πήρε ποικίλες μορφές) το Βενιζελικό κόμμα. Η αποτίμηση του πολιτικού αυτού φαινομένου και της έκτοτε πορείας του είναι απολύτως αναγκαία, για την διατύπωση κάθε μελλοντικού σχεδιασμού.

Σε αρκετές κοινωνίες όπου η ανάπτυξη του αστισμού, με την Δυτική και καπιταλιστική έννοια, ήταν υποτονική ή και ανύπαρκτη, η ανάγκη αντίστασης και επιβίωσης απέναντι στον δυναμισμό και στην διαπεραστικότητα της Δύσης αντιμετωπίσθηκε με εργαλείο το κράτος που ανέλαβε τον ρόλο του κοινωνικού, τεχνολογικού και οικονομικού εκσυγχρονιστή υπό την καθοδήγηση παραγόντων όπως η μοναρχία, ο αυτοκράτορας, το κόμμα κλπ

Μπορεί να θεωρηθεί ιστορικά διαπιστωμένη η αδυναμία του Ελληνικού Έθνους, αδυναμία που έχει βαθύτατες ιστορικές ρίζες και αφορά στην ανικανότητα να αναδείξει τους τελεστές που θα καταφέρουν να συγκροτήσουν βιώσιμο και λειτουργικό κράτος, που με την σειρά του θα ολοκλήρωνε τον εξαστισμό των δομών της ελληνικής κοινωνίας, ή θα κατέτεινε σε κάτι λειτουργικά ισοδύναμο.

Το πρόβλημα αφορά στην σύνταξη και στην φαντασιακή συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας και αφορά σε ένα απλό και διακριτό ζήτημα που άπτεται του θεμελιακού πεδίου της ισχύος, με την έννοια ότι η δημιουργία κράτους αποτελεί έκφραση θέλησης και επιθυμία ισχύος ενός υποκειμένου, που μπορεί να είναι τάξη, πολιτειακός θεσμός, κόμμα ή ακόμη και πρόσωπο. Κάτω απ΄ αυτό το πρίσμα το ελληνικό έθνος στην νεότερη περίοδο εμφανίζει παθολογική ατροφία σε θέματα ισχύος άρα και συγκρότησης αυτεξούσιας πολιτειακής έκφρασης.

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι με την βοήθεια: φλογερών διαφωτιστών, του ετερόχθονος παροικιακού αστισμού, αλλά και με την συνδρομή κάποιων καλών στιγμών της βασιλείας στην περίοδο από το 1821 μέχρι το 1913, η ανικανότητα αυτή οριακά ξεπεράστηκε και έτσι συγκροτήθηκε ένα βιώσιμο από αρκετές πλευρές κράτος που στάθηκε ικανό να απορροφήσει ακόμη και τους κλυδωνισμούς της Μικρασιατικής καταστροφής.

Ήδη όμως από την επομένη των Βαλκανικών πολέμων και μέχρι σήμερα, η αδυναμία σε θέματα συγκρότησης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους, πάνω στο έδαφος μίας προικισμένης από κάθε άποψη εθνικής εστίας, επανέρχεται και αποτελεί το μόνιμο πρόβλημα του ελληνικού λαού.

Οι νέες οδυνηρά ρηξικέλευθες συνθήκες στις οποίες έπρεπε να κινηθεί το ελληνικό έθνος από το 1914 και εντεύθεν ουδέποτε αφομοιώθηκαν διανοητικά και συναισθηματικά έτσι ώστε να αποτελέσουν τις προκείμενες μιας εθνικής στρατηγικής που να αντιστοιχεί, στις νέες συνθήκες.

Ουδέποτε τα τελευταία 100 χρόνια έχει καθοριστεί, τι πρέπει να διαφυλαχθεί, τι πρέπει να αλλάξει και προς τα που πρέπει να εκφρασθεί, η δημιουργικότητα και η τάση επέκτασης ενός κατά τα άλλα δραστήριου πλην όμως σε θέματα κρατικής συγκρότησης αυτοκαταστροφικού έθνους.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να γίνει κατανοητό ποιες δυνάμεις και αδυναμίες εκφράστηκαν στην περίπτωση του Βενιζελικού φαινομένου και ποιο είναι το όριο αυτής της δυναμικής από χρονική και λειτουργική άποψη.

Αυτό που προκαταρκτικά έχει σημασία είναι ότι ένα φαινόμενο που εμφανίσθηκε λίγο πριν εκλείψει οριστικά ο κόσμος του 19ου αιώνα, συνεχίζει ακόμη να επηρεάζει τα πολιτικά πράγματα, ταυτόχρονα η ιστορική αμνησία και αμεριμνησία αυτού του πολιτικού και κοινωνικού χώρου δεν έχει ταίρι, ιδιαίτερα όταν απέναντι στέκουν μία διαρκώς ιστοριογραφούσα αριστερά (που οδύρεται πάνω στο κενοτάφιο μιας ανεύρετης[3] αστικής τάξης) και η ιστορούμενη δια των μύθων παραδοσιοκρατική δεξιά.

Πρακτικά το ελληνικό πολιτικό σκηνικό πάσχει από μία θεμελιώδη παθολογία που με εμμονή περιστρέφεται γύρω από την άπιαστη συγκρότηση ικανού κράτους και τον ολοκληρωμένο κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό.

Τα κόμματα του Βενιζελικού χώρου προσπαθούν να παίξουν χωρίς επιτυχία τον ρόλο του αστικού εκσυγχρονιστή και αποτυγχάνουν για δύο λόγους: γιατί τα στρώματα που εκπροσωπούν μόνον μερικώς μπορούν να ταυτιστούν με τέτοιες πολιτικές, ενώ από την άλλη μεριά δεν διαθέτουν ούτε την ιδεολογία ούτε της οργανωτικές δομές για ένα τέτοιο ρόλο που θα απαιτούσε τεράστια αυτοπειθαρχία. Τα δύο προηγούμενα επιτείνονται λόγω της πολυσυλλεκτικής φύσης των Βενιζελικών κομμάτων αλλά και της αρχηγικής τους συγκρότησης.

Ο ρόλος του αρχηγικού κέντρου περιορίζεται στο να εγγυάται τις ισορροπίες που είναι αναγκαίες για την διατήρηση της πολυσυλλεκτικής φύσης, που με την σειρά της  εγγυάται το ικανό μέγεθος της νίκης στις εκλογικές αναμετρήσεις, οδηγώντας έτσι την νομή του κράτους.

Τα κόμματα της αριστεράς έχουν δομηθεί πάνω στην παραδοχή ότι η σχεδόν ανύπαρκτη αστική τάξη και ο σαθρός καπιταλισμός που εκδηλώνεται μέσα στα πλαίσια του ελληνικού κράτους είναι το πρόβλημα, δεν έχει σημασία το πόσο πραγματικά το πιστεύουν, σημασία έχει ότι προς τα έξω εκφράζουν και διαπαιδαγωγούν ιδεολογικά και ενίοτε φανατίζουν, πάνω σ΄ αυτή την βάση.

Η δεξιά παράταξη (που πραγματικά εκφράζει τα επικυρίαρχα στρώματα και την ιδεολογία τους), κατά βάθος αισθάνεται άνετα με την ατροφία των αστικών δομών, πλην όμως δεν χάνει ευκαιρία να επωφελείται ακριβώς απ’ αυτήν, για να διατηρούν τα στρώματα που εκφράζει αυθεντικά την θέση τους στην κορυφή της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας.

  1. Η διαδρομή της Ελλάδος μετά το 1909

Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά: το 1909 η ελληνική κοινωνία στην προσπάθεια να ξεπεράσει τα αδιέξοδα της (ύστερα από το σοκ του 1897) αγκαλιάζει ένα σχεδόν οπερετικό πραξικόπημα, παρά την ανατριχίλα που στιγμιαία διαπερνά την σπονδυλική στήλη του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου γρήγορα τα πράγματα μοιάζουν να επανέρχονται στην πεπατημένη, όταν λίγο πριν το βαρετό happy end προσκαλείται στην Ελλάδα ένας πολιτικός από την Κρήτη που δεν είναι κομμένος και ραμμένος στα Ελλαδικά μέτρα, ήταν σχέδιο; ήταν στιγμιαία έμπνευση; το σίγουρο είναι ότι μέσα από τομές και συμβιβασμούς φθάνουμε στο επίτευγμα του 1912-13. Η οργανωτική, διπλωματική και έμμεσα – δια του αποτελεσματικού πολιτικού ελέγχου – στρατιωτική συμβολή του Βενιζέλου είναι αδιαμφισβήτητη, το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνικές και πολιτικές τομές που καταφέρνει σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιτύχει.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η δημοκρατική εθνική στρατηγική και δυναμική, που κινητοποίησε το σύνολο του έθνους, μπορούσε να επαναληφθεί στα χρόνια που ακολούθησαν, με χιλιάδες αν να προηγούνται, ίσως ναι, αν βέβαια δεν είχε επισυμβεί η Μικρασιατική καταστροφή, κι αυτό γιατί θα είχε ανατραπεί ο γεωπολιτικός συσχετισμός υπέρ της Δύσης με το ελληνικό κράτος να αποκτά ένα ξεχωριστό ρόλο στην ισορροπία Ανατολής – Δυσης. (Για να είμαστε ακριβείς το σχέδιο του Βενιζέλου δεν αφορούσε στην κατοχή εκτεταμένων εδαφών στην Μικρά Ασία, όσο στην κατοχή και των δύο πλευρών του Αιγαίου).

Όμως ένας τόσο οξυδερκής πολιτικός και ειδικά στον χειρισμό διπλωματικών θεμάτων από το χρονικό αυτό σημείο και πέρα πέφτει από το ένα λάθος στο άλλο.

Διαβλέπει και διδάσκει στην έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι οι νικητές θα βρίσκονταν στην παράταξη των θαλασσίων δυνάμεων, (μάθημα που η ελληνική δεξιά χρειάσθηκε ένα ακόμη παγκόσμιο πόλεμο για να το καταλάβει) του διαφεύγει όμως πλήρως η νέα δυναμική της κομμουνιστικής αριστεράς και της Ρώσικης επανάστασης, έτσι κάνει το λάθος να αποσπάσει την έγκριση για απόβαση στα Μικρασιατικά εδάφη, αφού πρώτα έμπλεξε την Ελλάδα στην εκτρωματική Ουκρανική Εκστρατεία. (Στην αντίπερα όχθη ο Κεμάλ μπόρεσε να συμβαδίσει, να παραπλανήσει και να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το επαναστατικό καθεστώς της Σοβιετικής Ρωσίας).

Με πενιχρά αν όχι ανύπαρκτα ανταλλάγματα διανοίγει το μονοπάτι της Ελληνοτουρκικής φιλίας σε μία εποχή που η Ελλάδα πολιτικά και στρατιωτικά διατηρούσε πλεονεκτήματα έναντι της Τουρκίας και ακόμη ισορροπούσε πληθυσμιακά.

Χωρεί στα πλέον αντιδημοκρατικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ανερχόμενης κομμουνιστικής αριστεράς, μέσα από την οποία εκφράζεται ένα υπολογίσιμο μέρος των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων που τότε πρωτοδιαμορφώνουν μια υπολογίσιμη εργατική τάξη. Έτσι δεν αποφεύγει, για δεύτερη φορά, έναν νέο εθνικό διχασμό, πλάι στον παλιό Βασιλικοί – Βενιζελικοί, προστίθεται ένα νέο δίπολο «αστικά κόμματα» – αριστερά.

Τέλος, ευρύτερα ο βενιζελικός χώρος φέρει την ευθύνη για ένα πλήθος πραξικοπηματικών ενεργειών μεταξύ 1925-1935, προσπαθώντας – αν και δεν υπάρχει σύγκριση – να χειρισθεί τα πράγματα με τους όρους του 1909, του 1917 ή του 1922, τα θεσμικά λάθη αυτής της περιόδου βάρυναν δραματικά πάνω στην συνταγματική πορεία του ελληνικού κράτους.

Από το σημείο αυτό ας πάρουμε τα πράγματα από την ανάποδη ιστορική φορά.

Η ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης μόνον έμμεσα και υποδόρια δέχθηκε την επιρροή του πρωτότυπου κινήματος της νεολαίας της εποχής, που κινήθηκε μέσα από τις συμπληγάδες των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών, χωρίς να μπορέσει να τις ξεπεράσει, αντίθετα δέχθηκε και αφέθηκε στην καταλυτική επίδραση του  Ανδρέα Παπανδρέου, κάτω από την πατερναλιστική σκιά του οποίου ιδρύθηκε το ΠΑΣΟΚ, μίας προσωπικότητας που εξέφρασε ταυτόχρονα την συνέχεια του πολιτικού σκηνικού και των ολιγαρχικών του δομών (ο νέος ηγέτης είναι γιος πρωθυπουργού) άλλα και την εισαγωγή τομών, για τις οποίες η κοινωνία ήταν από καιρό ώριμη, σε σημείο που ο καθυστερημένος τοκετός να έχει επιφέρει βλάβες την αρτιμέλεια του εμβρύου.

Το διαβατήριο αυτής της πολιτικής διαδρομής είναι η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Το κείμενο αυτό διεμβόλισε, λόγω του ΕΑΜικού του χαρακτήρα, την αριστερά της μεταπολιτευτικής περιόδου που παρέμενε προσηλωμένη στη μυθολογία της ένδοξης δεκαετίας του 40[4], που με την σειρά της είχε επικαθορισθεί από το κείμενο ενός απογοητευμένου Βενιζελικού συνοδοιπόρου του Γληνού (Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ) και από το προσωπικό παράδειγμα μιας μετενσάρκωσης των καπετανέων του 1821, του Άρη Βελουχιώτη.

Το ΕΑΜ, άντλησε την δυναμική του από την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου κατά τα δυτικά πρότυπα εθνικού παραδείγματος. Η Ελλάδα εκείνης της εποχής ούτε γέννησε, ούτε θα μπορούσε να γεννήσει έναν Ντε Γκωλ, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ένας λαός εν κινδύνω εγκολπώθηκε εν ριπή οφθαλμού μια ηγεσία την οποία πολύ γρήγορα τρύγησε ο θάνατος, και μάλιστα όταν εξέλειπε ο θανάσιμος κίνδυνος, αφού όμως προηγουμένως η ηγεσία αυτή φάνηκε ανίκανη να αδράξει την στιγμή για να μετατρέψει την αντίσταση σε καθεστώς, όπως πχ συνέβη στην γειτονική Γιουγκοσλαυϊα. (Ο Άρης δεν ήταν Τίτο και ακόμη λιγότερο ο Σαράφης).

Το ενδιάμεσο μεταξύ της τραγικής δεκαετίας του 1940 και της μεταπολίτευσης είναι μία περίοδος κατά την οποία απουσιάζει επιεικώς η όποια διορατικότητα των ηγεσιών και ο λαός τρέφεται με παραμυθίες.

Μιά Ελλάδα, ξεματωμένη από τον πόλεμο την κατοχή και αφού αφέθηκε να συρθεί στον εμφύλιο, αντί να μαζέψει τα κομμάτια της, σπρώχνει ότι περίσσεψε από την σφαγή στην μαζική μετανάστευση[5], την ίδια στιγμή που ο αρχηγός της Χ ποζάρει ως ο αντιμπεριαλιστής ηγέτης που θα ενώσει την Ελλάδα με την Κύπρο, στρεφόμενος ενάντια στους χθεσινούς χρηματοδότες του, απέναντι στους οποίους παρατάσει γυμνασιόπαιδες, το απίθανο φινάλε δεν άργησε να γραφτεί στην Ζυρίχη και ως «έπρεπε» στο Λονδίνο.

Η δεκαετία του 1960 είναι στενά συνδεδεμένη με τον Γέρο της Δημοκρατίας, ένας ατυχήσας πολιτικός, που αν μη τι άλλο υπήρξε θλιβερός θεατής του Δεκέμβρη του 1944, καθώς και της υπό Βρετανική επίβλεψη και χρηματοδότηση προετοιμασίας του, αφού φιλοξενήθηκε στα δύσκολα χρόνια του ΄50 – λόγω αχαϊκής αβρότητας – στον Συναγερμό, όταν επιτέλους ανέλαβε την ηγεσία του παραπαίοντος Βενιζελικού χώρου που μετονομάσθηκε σε Ένωση Κέντρου, στην Κύπρο με σταθερό χέρι επαναπροωθεί το Γρίβα, για να θέσει τις βάσεις της καταστροφής του 1974, ενώ μέσα στη φωτιά της μάχης δεν ξεχνά και την πολιτική καριέρα του γιου του.

Έτσι λίγο πολύ πριν αρχίσει το σήριαλ της χούντας, έχουμε δει σκηνές από την μεταπολίτευση, στο διάλλειμα βέβαια χάθηκε το 40% της Κύπρου και έκτοτε χάνονται πακτωλοί εθνικών πόρων σε πολεμικές δαπάνες έχοντας καταφέρει με εργώδη εθνική προετοιμασία να δώσουμε πλεονέκτημα στην Τουρκία στο μοναδικό γεωστρατηγικό πεδίο που υπερέχει λόγω της εγγύτητας των Τουρκικών εδαφών με την βόρεια Κύπρο, αλλά και λόγω της παρουσίας μιας συμπαγούς ομόγλωσσης ομάδος, τόσο μεγάλης ώστε να δημιουργεί πρόβλημα στο λιλιπούτειο Κυπριακό κράτος, αλλά και τόσο μικρής ώστε να μην διαθέτει την ελάχιστη πολιτική αυτονομία, έναντι του άτεγκτου σε θέματα εθνικής ενότητας Τουρκικού κράτους.

Η μεταπολίτευση ξεκίνησε μέσα σε κλίμα εθνικής ήττας και καταστροφής, κλίμα που πέρασε στον λαό και επέδρασε στις πολιτικές του επιλογές άρα και στην διαμόρφωση του νέου σκηνικού.  Θεωρητικά θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα αρχή, εξ αρχής όμως επηρεάσθηκε από την κόπωση γενεών που γνώρισαν τα δύσκολα χρόνια του 40 και του 50, πέτρινα χρόνια που πίσω τους είχαν τους κόπους και τις καταστροφές των δεκαετιών του 20 και του 30, δεν άντεχαν και δεν ήθελαν περιπέτειες και αναζητήσεις, το αισθητά γλυκύτερο ψωμί που γεύθηκαν στις δεκαετίες του 60 και του 70 έπρεπε να γίνει ακόμη πιο γλυκό, η όποια αλλαγή εγκυμονούσαν οι εκλογές τους 1981, έγινε χωρίς καμία ενεργό κοινωνική δυναμική που θα διασφάλιζε τις βαθιές κοινωνικές τομές που ήταν αναγκαίες.

Όπως προαναφέρθηκε το κίνημα της νεολαίας που ήταν τότε στην πρωτοπορία των κοινωνικών αγώνων δεν μπόρεσε να αρθρώσει τον δικό του πολιτικό λόγο, αλλά αντίθετα έχασε την ορμή του υιοθετώντας την ρητορική και τα οργανωτικά σχήματα άλλων γενεών.

Έτσι όταν ήρθε η ώρα των αλλαγών που έστω και καθυστερημένα έγιναν πχ οικογενειακό δίκαιο, συνδικαλιστικός νόμος, αύξηση του ρόλου των αγροτικών συνεταιρισμών, δεν βρήκαν μέσα στην κοινωνία αντίστοιχη ανταπόκριση που θα ερμήνευε και θα εκμεταλλευόταν την αλλαγή του νομικού πλαισίου ριζοσπαστικά, ο τρόπος που η κοινωνία αφομοίωσε τις αλλαγές ήταν μέσα σε κλίμα όσμωσης των καθεστωτικών ηθών με τα μη προνομιούχα στρώματα. Ότι ήταν προνόμιο των λίγων, άρα στόχος της κριτικής των πολλών τώρα έγινε κοινό μυστικό μιας ευρύτατης κοινωνικής συνενοχής, οι πελατειακές σχέσεις θα διάβρωναν κάθε πλευρά του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού βίου.

Οι θεμελιώδεις επιλογές της μεταπολίτευσης ήταν επιλογές φοβικές και μεταχρονολογημένες, η είσοδος στην ΕΟΚ επιβλήθηκε στην συνείδηση του λαού ως διασφάλιση έναντι της απειλής ελληνοτουρκικού πολέμου, ως μέσον εμπέδωσης των δημοκρατικών θεσμών, ως αντίβαρο στην επιρροή του αμερικάνικου παράγοντα. Τα βασικά προβλήματα, οι όροι της συμφωνίας και ο σχεδιασμός της οικονομικής προσαρμογής, ουσιαστικά δεν συζητήθηκαν.

Αν η Ελλάδα είχε εισέλθει, χωρίς το διάλλειμα της δικτατορίας, νωρίτερα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ίσως οριακά να προλάβαινε να ξεπεράσει το σοκ της εισόδου στο νέο οικονομικό περιβάλλον, λειτουργώντας μέσα σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και ανόδου, όμως ήδη από τις αρχές της δεκαετία του 70 το περιβάλλον είχε αλλάξει – χωρίς ακόμη να έχουν προβάλει – οι βίαιες πολιτικές απορρύθμισης της Θάτσερ και του Ρήγκαν.

Όχι μόνο το «σοσιαλιστικό» πείραμα του ΠΑΣΟΚ αλλά και η «σοσιαλμανία» του Εθνάρχη στην νέα εποχή που είχε ξεκινήση μετά την μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τις συμφωνίες του Bretton Woods και στην συνέχεια με την απορρύθμιση των οικονομιών, ήταν εξ υπαρχής αποτυχημένο αφού ο υποκείμενος κρατισμός (που προωθούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα) δεν στηριζόταν σε καμία ανάλυση των νέων διεθνών οικονομικών συνθηκών και με δεδομένο ότι η εξαρτημένη Ελλάδα όχι μόνον θα εφάρμοζε ότι της υποδεικνυόταν, άσχετα από το μέγεθος του κρατισμού, αλλά και θα υπερθεμάτιζε με την εθελοδουλία που χαρακτηρίζει τους υποτελείς και τους απελεύθερους.

Σε συνθήκες πού ήδη εδώ και 100 χρόνια έχουν αλλάξει η εμμονή σε έναν αρχαϊκό σχεδιασμό, οι προκείμενες του οποίου αφορούν τις συνθήκες του 19 αιώνα, μόνον καταστροφικές συνέπειες μπορεί να έχει.

Ούτε το ελληνικό έθνος ούτε το ελληνικό κράτος είχαν την τύχη να δεχθούν την οικονομική και πολιτική ηγεμονία μιας αστικής τάξης. Όμως τι νόημα έχει πλέον η εμμονή σε ένα οικονομικό παράδειγμα, όταν η ακμή του αστικού πολιτισμού της Δύσης με όλα τα χαρακτηριστικά της αφορά μία ιστορική περίοδο που πέρασε οριστικά.

Με εξαίρεση την φωτεινή μεταπολεμική περίοδο 1945-1971 ο 20ος αιώνας ήταν αιώνας σφαγής και παρακμής, η Δύση έχει από καιρό εισέλθει σε πτωτική ιστορική φάση.

Είναι φανερό ότι ζούμε πλέον μία περίοδο μετάβασης από έναν κόσμο σφυρηλατημένο σύμφωνα με το πρότυπα και τις αναζητήσεις της Δύσης σε έναν κόσμο όπου νέα κέντρα δύναμης αναδύονται.

  1. Προυποθέσεις ενός εθνικού σχεδίου

Η κρίση της οικονομίας και η περιστολή της εθνικής κυριαρχίας επιτρέπουν το φανέρωμα της έλλειψης βούλησης και εθνικού σχεδίου, ο ελληνικός λαός βρίσκεται εγκαταλειμμένος για πολλοστή φορά από τις ιθύνουσες πολιτικές και τις οικονομικές ελίτ, βαδίζει χωρίς οργάνωση, ελπίδα και πυξίδα.

Ιστορικά θα έπρεπε να έχει γίνει κοινός τόπος και εθνικό δόγμα, ότι τα καύσιμα των ελληνικών πολιτικών ελίτ δεν φθάνουν για να διαπλεύσουν τους ωκεανούς των κρίσεων, δίδαγμα που βγαίνει και από την εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η μόνη ικανότητα που διαθέτουν είναι η εμμονή τους να παπαγαλίζουν στην κυριολεξία πολιτικές που συνήθως δεν τις έχουν καν μελετήσει και κατανοήσει από τις πρωτότυπες πηγές.

Σε μία περίοδο που η ηγεμονία της Δύσης και των προτύπων της έχει προ πολλού αμφισβητηθεί είναι φανερό ότι η επιδίωξη της ταύτισης με πρότυπα που αργοπεθαίνουν δεν έχει κανένα νόημα, από την άλλη πλευρά έχει σημασία να αντιληφθούμε το μέγεθος των αλλαγών που έχουν επέλθει στην ελληνική κοινωνία, και που μπορεί να οδηγήσουν στην συγκρότηση νέων πολιτικών υποκειμένων.

Οι κρίσιμες αλλαγές αφορούν στον εξαστισμό, όχι με την ταξική αλλά με την πολιτισμική έννοια, (οι Έλληνες δεν είναι πλέον αγρότες, ζουν ξεκάθαρα εκτός του πλαισίου εθών και ηθών της αγροτικής κοινωνίας), ακόμη το μορφωτικό επίπεδο μεγάλης μερίδας του λαού είναι πλέον πολύ υψηλό, αν και όχι πάντα αποτελεσματικό σε πρακτικά θέματα, (ακόμη και αν τα πρόσωπα συνδέονται με την σφαίρα της επιστήμης και της τεχνολογίας, τα δύο αυτά «εργαλεία» λίγο επηρεάζουν την ελληνική κοινωνία, είτε στον τρόπο που αντιλαμβάνεται και λύνει τα προβλήματα της είτε για την χάραξη προοπτικής και οράματος).

Ο πολιτικός λόγος, που μπορεί να ενώσει και να οργανώσει το διάσπαρτο αυτό ανθρώπινο δυναμικό σε μία πορεία συγκρότησης σε πολιτικό υποκείμενο πρέπει να είναι ένας λόγος θετικός που θα αναδεικνύει την προοπτική που θα αντικρίσουμε αν υψωθούμε σε μία καινούργια θέα που θα επιδιώξει τομές και ρήξεις επιλεγμένες στην βάση ενός συνεκτικού και διορατικού σχεδίου για το επόμενα 100 χρόνια.

Το βασικότερο ζήτημα που πρέπει να λυθεί είναι η εισαγωγή του λόγου, της επιστήμης και της τεχνικής εντός του οπλοστασίου επίλυσης των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων.

Αυτό σημαίνει σύγκρουση και ανατροπή των μεσαιωνικών δομών που ευθύνονται για την κοινωνική και τεχνολογική καθυστέρηση. Η ρίζα των προβλημάτων βρίσκεται στο είδος της ανθρωπολογίας και πολιτειολογίας που υπερίσχυσε μέσα από την κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση στο ύστερο Βυζάντιο.

Όταν η Δύση επέλεγε να συγκρουστεί ακόμη και με την φύση βλέποντας τον νέο αναγεννησιακό άνθρωπο σαν ένα μικρό θεό ή ρωμιοσύνη επέλεγε να δει μέσα στον κάθε άνθρωπο ένα μεγάλο αμαρτωλό, δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η υποταγή στους Οθωμανούς ερμηνεύτηκε σαν τιμωρία για ένα μεγάλο αμάρτημα, στο οποίο το κάθε μέλος της υπόδουλης κοινότητας άθροιζε το δικό του μερίδιο.

Το μέγεθος της σημερινής κρίσης επιβάλει τα σημερινά προβλήματα να αντιμετωπισθούν από την προοπτική του μέλλοντος και όχι με βάση την λανθασμένη ιστορική τοποθέτηση των πολιτικών ελίτ του παρελθόντος.

Το ζητούμενο είναι το εύρος της ενότητα μέσα στο λαό και η διάπλαση ενός  ηγεμονικού πολιτικού υποκειμένου που θα στηρίζεται σε κοινωνικές συμμαχίες ικανές να χαράξουν πορεία που θα διασφαλίζει το αυτεξούσιο και την επιβίωση, αιτήματα που είναι αδύνατον να επιδιωχθούν χωριστά.

Βιβλιογραφικές προϋποθέσεις

Το κείμενο αυτό οφείλει στις αναλύσεις του Κώστα Παπαιωάννου σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους εγκαθίδρυσης καπιταλιστικών δομών σε χώρες που δεν ακολούθησαν την κλασική πορεία προς αυτές.

Στα κείμενα του Κορνήλιου Καστοριάδη σχετικά με το φαντασιακό.

Στο κείμενο του Κώστα Αξελού Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας. Στον πρόλογο (Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας) στην ελληνική έκδοση του έργου του Π. Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, καθώς και στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Θεωρία του Πολέμου.

Στο βιβλίο του Karl Polanyi O Μεγάλος μετασχηματισμός.

Στον Σύντομο 20ο αιώνα του Erick Hobsbaum.


[1] Λίγο πολύ ο χώρος αυτός ταυτιζόταν με τον γεωοικονομικό χώρο παρουσίας του ελληνικού έθνους από την εποχή της δημιουργίας αποικιών από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις μετά το 9 πχ αιώνα

[2] Sovereign Base Areas μεγέθους 250 km2 , περίπου το 2,5% του συνολικού Κυπριακού εδάφους (9,251 km2)

[3] Στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο αστική απ΄ όσο την έχει πλασμένη στην φαντασία της

[4] Αυτή η μυθολογία αποτελούσε βασικό κανάλι επικοινωνίας της αριστεράς με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες.

[5] Γιατί δεν νοείται οικονομική ανασυγκρότηση με παράλληλη απομείωση του ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα σε συνέχεια της τραγικής μείωσης του πληθυσμού κατά την προηγούμενη εμπόλεμη δεκαετία.

Κατέβασμα του κειμένου σε .pdf για εκτύπωση

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Πληροφορίες

This entry was posted on 16 Φεβρουαρίου, 2012 by in πολιτική θεωρία.

Πλοήγηση

Αρέσει σε %d bloggers: